aspa

aspa

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

ΜΕΤΡΟ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ ΕΚΔΡΟΜΕΩΝ ΣΕ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΔΡΥΜΟΥΣ, ΔΑΣΗ ΚΑΙ ΕΥΠΑΘΕΙΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ

 Σύμφωνα με τον εθνικό σχεδιασμό Πολιτικής Προστασίας εφαρμόζεται το μέτρο της απαγόρευσης κυκλοφορίας οχημάτων και παραμονής εκδρομέων σε εθνικούς δρυμούς δάση και “ευπαθείς” περιοχές, σε ημέρες και ώρες που θεωρούνται επικίνδυνες λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες που επικρατούν σε κάθε περιοχή.

Ενημέρωσεις
10-8-2018 : Η απόφαση απαγόρευσης κυκλοφορίας και παραμονής εκδρομέων σε δάση και δασικές εκτάσεις κατά τη διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου τροποποιείται για την Π.Ε. Κεντρικού Τομέα με την έκδοση συμπληρωματικής απόφασης, η οποία επισυνάπτεται.

14-8-2018: Η απόφαση απαγόρευσης κυκλοφορίας και παραμονής εκδρομέων σε δάση και δασικές εκτάσεις κατά τη διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου τροποποιείται για την Π.Ε. Ανατολικής Αττικής με την έκδοση σχετικής απόφασης, η οποία επισυνάπτεται.
https://diavgeia.gov.gr/doc/%CE%A8%CE%98467%CE%9B7-1%CE%94%CE%A4?inline=true

Για το έτος 2018: Εκδόθηκε η σχετική απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών, , μετά από εισήγηση του Κεντρικού Συντονιστικού Οργάνου Πολιτικής Προστασίας. 
Δείτε τη σχετική απόφαση (αριθμ πρωτ. 4475/25-6-2018) εδώ: https://diavgeia.gov.gr/doc/%CE%A9%CE%99%CE%91%CE%99465%CE%A7%CE%987-%CE%A1%CE%93%CE%A4?inline=true

Κατ' εξουσιοδότηση της ως άνωθεν απόφαση εκδόθηκε η αριθμ. 549/27-6-2018 απόφαση Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης με την οποία εξουσιοδοτείται η Περιφερειάρχης Αττικής στην εφαρμογή του ανωτέρω μέτρου κατά τη διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου 2018.
Δείτε τη σχετική απόφαση εδώ: https://diavgeia.gov.gr/doc/%CE%A8%CE%A53%CE%9A%CE%9F%CE%A11%CE%9A-%CE%9B%CE%A56?inline=true
(προσθήκη...)
Οι αποφάσεις των ΣΟΠΠ των ΠΕ για την εφαρμογή του μέτρου της απαγόρευσης κυκλοφορίας έτους 2018

  •   Η αριθμ. 138/3-7-2018 απόφαση Αντιπεριφερειάρχη και προέδρου του Συντονιστικού Οργάνου Πολιτικής Προστασίας ΠΕ Βόρειου Τομέα Αθηνών.Βλέπε σχετική ανάρτηση στη διαύγεια: https://diavgeia.gov.gr/doc/7%CE%A47%CE%917%CE%9B7-4%CE%9A0?inline=true 
Σημειώνεται ότι όπως αναφέρεται και στο αριθμ 6226/2012 έγγραφο ΓΓΠΠ, αρμόδιες αρχές για την απαγόρευση κυκλοφορίας στο δασικό οδικό δίκτυο είναι οι κατά τόπους δασικές αρχές, ενώ για το εθνικό, επαρχιακό και αστικό δίκτυο αποτελεί αρμοδιότητα των κατά τόπους υπεύθυνων Τροχαίων Τμημάτων της ΕΛΑΣ.
Οι εθελοντικές οργανώσεις μπορούν να ενημερώνουν το κοινό για την απαγόρευση κυκλοφορίας (αν έχουν δηλ. δικαίωμα οι πολίτες να βρίσκονται ή όχι στην περιοχή), μόνο στις περιπτώσεις που τούτο προβλέπεται ρητά στις αποφάσεις των Αντιπεριφερειαρχών για την υποστήριξη του έργου των αρμόδιων κρατικών αρχών. Σε κάθε άλλη περίπτωση που ΕΟ αντιληφθεί παρουσία πολιτών στις ανωτέρω περιοχές, οφείλει να ενημερώσει άμεσα τις οριζόμενες για την υλοποίηση του μέτρου κρατικές αρχές οι οποίες και θα προχωρήσουν σε έλεγχο και στις κατά περίπτωση απαιτούμενες ενέργειες.


Σχετικό Νομοθετικό Πλαίσιο 
  • “Οι Δασικές Αρχές, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, (νυν Αποκεντρωμένης Διοίκησης) για λόγους προστασίας της άγριας πανίδας, της αυτοφυούς χλωρίδας και των βιοτόπων τους, δύνανται να απαγορεύουν τη διέλευση τροχοφόρων οχημάτων στο δασικό οδικό δίκτυο. Με την ανωτέρω απόφαση καθορίζονται ο χρόνος και ο χώρος της απαγόρευσης, οι τυχόν εξαιρέσεις (αγρότες για καλλιέργεια, βοσκοί κλπ.), καθώς και όλα τα τεχνικά έργα και μέσα που απαιτούνται για την υλοποίηση της ανωτέρω απαγόρευσης (μπάρες, πινακίδες κ.α.)” N. 998/1979 Άρθρο 15 παρ 7. όπως προστέθηκε από τη & 1 άρθρου 59 του Ν. 2637/1998-ΦΕΚ 200 Α)
  •  “Προληπτική Απαγόρευση Κυκλοφορίας: Με ειδική Δασική Απαγορευτική Διάταξη απαγορεύεται η κυκλοφορία οχημάτων και η παραμονή ατόμων, σε εθνικούς δρυμούς, δάση και περιοχές ειδικής προστασίας κατά τις νυχτερινές ώρες, όλες τις ημέρες της εβδομάδας ανάλογα με τη σχετική εισήγηση της τοπικής δασικής υπηρεσίας.....Σε ότι αφορά το δασικό οδικό δίκτυο ο έλεγχος της κατάστασης και καλής λειτουργίας εμποδίων διέλευσης – εισόδου (μπάρες), όπου κρίνονται αναγκαία. Θα γίνει με ευθύνη των Δασικών Υπηρεσιών. Η δαπάνη συντήρησής τους θα βαρύνει αυτές». Παρ. 1,3 Αριθμ. 179509/5077/21-12-2012 έγγραφο Ειδικής Γραμματείας Δασών, (ΑΔΑ: Β4Μ10-ΛΞΛ)

 Μπάρες Απαγόρευσης Κυκλοφορίας

Οι Δασικές υπηρεσίες έχουν την αρμοδιότητα για λόγους προστασίας με απόφασή τους να απαγορεύουν τη διέλευση τροχοφόρων στο δασικό οδικό δίκτυο. Σε αυτήν την απόφαση καθορίζεται ο χρόνος και ο χώρος της απαγόρευσης καθώς και οι τυχόν εξαιρέσεις, και όλα τα τεχνικά έργα και μέσα που απαιτούνται για την υλοποίηση της ανωτέρω απαγόρευσης (μπάρες, πινακίδες κτλ)
Όμως, παρατηρείται το φαινόμενο δήμαρχοι, συνδέσμοι δήμων κτλ να τοποθετούν αυτοβούλως μπάρες επί του δασικού οδικού δικτύου με στόχο κυρίως την εφαρμογή της τήρησης του μέτρου της απαγόρευσης κυκλοφορίας σε δάση, δασικές εκτάσεις και ευπαθών περιοχών λόγω υψηλού κινδύνου πυρκαγιάς.
Η αδυναμία των υποστελεχωμένων δασικών υπηρεσιών να επιτηρήσουν τα δάση και να εφαρμόσουν σωστά το μέτρο της απαγόρευσης ή της τροχαίας να συνδράμει (όπως αυτό πολλάκις έχει κατατεθεί στις συνεδριάσεις των συντονιστικών οργάνων πολιτικής προστασίας) είναι η κύρια αιτία της ανωτέρω αυτόβουλης πρωτοβουλίας.
Το αποτέλεσμα είναι οι μπάρες αυτές να μην είναι νόμιμες, δυνάμενες να επισύρουν νομικές κυρώσεις. Για παράδειγμα, μια μπάρα με αλυσίδα που μπορεί να πέσει επάνω ένα μηχανάκι και ο οδηγός να τραυματιστεί ή ακόμη και να πεθάνει. Πρόσφατα σε δήμο της Δυτικής Αθήνας υπήρξε μία τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση με θύμα μία γυναίκα και τον αντιδήμαρχο με ποινή 5 ετών που του επιβλήθηκε από το αρμόδιο δικαστήριο. Οι καλές προθέσεις δεν αποτελούν τεκμήριο στα μάτια του νόμου.
Προκειμένου να μην παρατηρηθούν τέτοιες περιπτώσεις στο μέλλον και για την προστασία όλων των εμπλεκόμενων στο σύστημα πολιτικής προστασίας καλό είναι όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς και οι Εθελοντικές Οργανώσεις Πολιτικής Προστασίας:
Α. Να ελέγχουν αν μια υφιστάμενη μπάρα έχει πράγματι νόμιμη απόφαση κατασκευής από την οικεία δασική υπηρεσία και
Β. Αν κρίνεται ότι απαιτείται η κατασκευή κάποιας μπάρας, να γίνεται αίτημα αρμοδίως
Οι περιοχές των δασών και δασικών εκτάσεων ευαίσθητων σε πυρκαγιές που έχουν κηρυχθεί ως επικίνδυνες απεικονίζονται στον κάτωθι χάρτη:
Ακολουθήστε μας στο facebook: https://www.facebook.com/ppattikis/  

Η διαχείριση "θεομηνιών" και το Δίκαιο της Έκτακτης Ανάγκης





Πηγή: Α. Τζίκα - Χατζοπούλου, Α. Καραμάνου, "Το Δίκαιο της Έκτακτης Ανάγκης", Περιβάλλον & Δίκαιο, τ. 3/2011
Δείτε το πλήρες κείμενο της μελέτης εδώ: goo.gl/rtyyq4

Εισαγωγή
Η «ανάγκη» είναι ένα ανθρώπινο αίσθημα, που υποδηλώνει την έλλειψη, τόσο ισχυρό ώστε κατά την αρχαιοελληνική μυθολογία λογιζόταν ως μια εκ των σημαντικότερων θεοτήτων και την τιμούσαν μαζί με τη Βία, αφού θεωρούσαν ότι συγκατοικούσαν. Γιος της Ανάγκης και του Χρόνου ήταν το Χάος. Η θεοποίηση καταστάσεων όπως η «βία» ή η «ανάγκη», εγκαθίδρυσαν με τον πλέον φυσικό τρόπο τις πρώτες αντιλήψεις και θεωρίες Δικαίου.[1] Κατά τη φάση της «αποθεοποίησης» και της ορθολογικής σκέψης των φιλοσοφικών χρόνων, η ανάγκη αντιμετωπίζεται ως ένα κοινωνικό-ψυχολογικό φαινόμενο, χωρίς όμως να χάσει τη μείζονα σημασία της. [2]
Στην εποχή μας, κράτη και κοινωνίες απειλούνται από μια σειρά πολύπλοκων, αιφνίδιων και μεγάλης κλίμακας έκτακτες καταστάσεις ανάγκης (φυσικές ή τεχνολογικές καταστροφές, τρομοκρατικές επιθέσεις, απειλές κατά του πολιτεύματος ή της δημόσιας τάξης, πολέμου κτλ), οι οποίες χαρακτηρίζονται από μια αίσθηση του επείγοντος, για άμεση αντίδραση, καθώς απαιτείται ταχεία δράση, προκειμένου να εμποδιστεί η περαιτέρω άμεση και συχνά στιγμιαία, επιδείνωση τους.
Οι πολιτικοί ηγέτες προκειμένου να μπορέσουν ν’ αντιμετωπίσουν γρήγορα και αποτελεσματικά αυτές τις καταστάσεις συχνά καταφεύγουν στην ενεργοποίηση των ιδιαίτερων διατάξεων του Δίκαιου της Έκτακτης Ανάγκης (Emergency Law).
Η εξουσία των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας που θεωρούνται πιο αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση μιας κρίσης ενδυναμώνεται, με την παραχώρηση εκτεταμένων αρμοδιοτήτων, σε βάρος της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας. Ορισμένες από τις καθημερινές (κανονικές) λειτουργίες της Πολιτείας και της Κοινωνίας αναστέλλονται ή αλλάζει ο Κυβερνητικός προγραμματισμός, προκειμένου να εφαρμοστούν στρατηγικά και επιχειρησιακά σχέδια αντιμετώπισης.


Κίνδυνος Καταχρηστικών Συμπεριφορών &  Προστασία της Έννομης Τάξης
Η Διεθνής Κοινότητα [3] έχει «χτίσει» μερικές αρχές που πρέπει να διέπουν το Δίκαιο της Έκτακτης Ανάγκης και οι οποίες είναι:
  Η αρχή της Δημόσιας Δήλωσης και Επικοινωνίας: Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης πρέπει ν’ αναγγελθεί δημόσια και να γνωστοποιείται η πράξη της κήρυξης στους πολίτες και στη Διεθνή Κοινότητα.
  Η αρχή της Προσωρινότητας: Η χρονική διάρκεια διατήρησης των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης πρέπει να είναι περιορισμένη.
  Η αρχή της Εξαιρετικής Απειλής: Η κρίση πρέπει ν' αντιστοιχεί σ' ένα πραγματικό ή επικείμενο κίνδυνο.
  Η αρχή της Αναλογικότητας: Τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης πρέπει να είναι ανάλογα με το επίπεδο το κινδύνου (μέγεθος και επιπτώσεις).
  Η αρχή της Νομιμότητας: Κάποια δικαιώματα και ελευθερίες δεν μπορούν ν' ανασταλθούν ή να περιοριστούν με αφορμή μια κρίσιμη κατάσταση.
Τα όρια που προβλέπονται από τα σχετικά όργανα της Διεθνούς και Εθνικής νομοθεσίας πρέπει να γίνονται σεβαστά, αφού μια έκτακτη κατάσταση ανάγκης δεν υπονοεί και την αναστολή του Κράτους Δικαίου.
Στην πράξη η εφαρμογή αυτών των αρχών παρουσιάζει σημαντικές δυσκολίες.
Η ενδυνάμωση των εξουσιών της εκτελεστικής εξουσίας, μπορεί να οδηγήσει σε καταχρηστικές και παραβατικές συμπεριφορές, εγκυμονώντας μεγάλο κίνδυνο για τη  διατήρηση της έννομης τάξης και των δημοκρατικών θεσμών.
Η απόφαση που λαμβάνεται σχετικά με την ύπαρξη και την έκταση μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης δεν θεμελιώνεται πάντοτε από τα πραγματικά δεδομένα..
Η  διάκριση μεταξύ της «ομαλότητας» και της «εξαίρεσης» είναι ιδιαίτερα δυσχερής και η «επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη» επιδεινώνεται και αλληλο-συγχέεται με τις «καθημερινές» ανάγκες όπως: η φτώχεια, η ανεργία, η εγκληματικότητα, η χρήση ναρκωτικών και άλλα παρόμοια αρνητικά φαινόμενα.
Οι φορείς της κρατικής εξουσίας, συχνά, δεν διαθέτουν τη γνωστική ικανότητα που απαιτείται και δυσκολεύονται να αξιολογήσουν ορθολογικά μια κατάσταση, εγκρίνοντας τη λήψη έκτακτων μέτρων, χωρίς αυτά να απαιτούνται από τις περιστάσεις.
Η δυσκολία της αντικειμενικής εκτίμησης εννοιών με διασταλτική ερμηνεία,  όπως της ίδιας της «εξαιρετικής περίστασης», μπορεί να οδηγήσει στην καταχρηστική επίκληση των ιδιαίτερων διατάξεων του Δίκαιου της Έκτακτης Ανάγκης. Έννοιες όπως «έκτακτη ανάγκη» ή «επείγουσα περίσταση» ή «απρόβλεπτη κατάσταση» ή «κρίση» καθώς και άλλων που σχετίζονται με αυτές, όπως «δημόσια τάξη και ασφάλεια», «άμεση κοινωνική ανάγκη», «δημόσιο συμφέρον» είναι «ελαστικές» στην ερμηνεία τους και δεν υπάρχει μια κοινά αποδεκτή ορολογία που να μπορεί να τις οριοθετήσει πλήρως, αφού το φάσμα που καλύπτουν είναι ευρύ.
Οι ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα υπονομεύονται και μπορεί να πληγούν με πρόσχημα την εμφάνιση μιας κατάστασης εκτάκτου ανάγκης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω Δικαίου (European Commission for Democracy through Law), αναφέρει: «Η επίβλεψη είναι πρωταρχικής σημασίας διότι η πρακτική δείχνει ότι οι σοβαρότερες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων τείνουν να εφαρμοστούν με αφορμή την κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, αφού τα κράτη έχουν την τάση κάτω από το πρόσχημα αυτής της κατάστασης να χρησιμοποιούν την εξουσία ανάκλησης της ισχύος κάποιων διατάξεων για διαφορετικούς σκοπούς ή σε μεγαλύτερη έκταση απ' ότι είναι αναγκαίο». 
Ακόμη και οι ίδιοι οι πολίτες επηρεασμένοι συναισθηματικά, οικονομικά και ψυχολογικά από ένα καταστροφικό γεγονός, συχνά δέχονται με προθυμία μέτρα καταστρατήγησης των δικαιωμάτων τους, θεωρώντας ότι έτσι συνεισφέρουν στην ταχύτερη και αποτελεσματικότερη έξοδο από την κρίση.
Επιπλέον η καταχρηστική συμπεριφορά της εκτελεστικής εξουσίας μπορεί να δημιουργήσει και στους πολίτες την αντίληψη ότι οι κανόνες δικαίου δεν έχουν απόλυτη ισχύ και μπορούν να παρακάμπτονται υπό προϋποθέσεις. Η αποδυνάμωση της συνείδησης της κοινής γνώμης ως προς τον επιτακτικό και απόλυτο χαρακτήρα των νόμων αυξάνει την πιθανότητα να εμφανίσουν και οι πολίτες κάποιας μορφή παραβατικής συμπεριφοράς.
Η έκδοση των πρόσθετων κανονιστικών πράξεων – συχνά μάλιστα  με ισχύ νόμων, συνταγματικά αποδεκτών και συνεπώς νόμιμων - έχουν τη μορφή του επείγοντος και προτείνονται ως βέλτιστη λύση, αν και στερούνται προηγούμενης διαβούλευσης.[5]
Συχνό είναι και το φαινόμενο ν' αγνοείται η απαραίτητη διασύνδεση των εξαιρετικών μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση μιας έκτακτης κατάστασης ανάγκης με το στοιχείο της προσωρινότητας και της αναλογικότητας. Όταν η εξαιρετική κατάσταση πάψει να υφίσταται ή όταν πλέον μπορεί ν' αντιμετωπισθεί με την υπάρχουσα νομοθεσία της ομαλότητας, οι αρμοδιότητες, που απορρόφησε η εκτελεστική εξουσία, θα πρέπει να «επιστραφούν» στα όργανα που τις κατείχαν προγενέστερα. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τυχόν δικαιώματα και  ελευθερίες που έχουν ανασταλεί ή συρρικνωθεί.
Όταν όμως «αγνοείται» το στοιχείο της προσωρινότητας τότε διαμορφώνεται μια νέα πραγματικότητα, η οποία συνεπάγεται τη συγκέντρωση των εξουσιών σε ορισμένα άτομα (συνήθως σε όργανα της εκτελεστικής εξουσίας) οι οποίες διατηρούνται σε ισχύ και μετά το τέλος μιας κρίσης. Η διατήρηση των έκτακτων μέτρων για μεγάλο χρονικό διάστημα καθώς και η αυξημένη συχνότητα λήψης αυτών, ενδέχεται να επιφέρει την εξοικείωση της εκτελεστικής εξουσίας καθώς και των κοινωνικών ομάδων με αυτά, την επέκτασή τους με νέα πρόσθετα έκτακτα μέτρα ακόμη και όταν δεν υφίσταται πραγματικοί λόγοι που τα απαιτούν (αρχή αναλογικότητας) και τελικά τη διατήρηση των προσωρινών μέτρων ως μόνιμα.
Σε παγκόσμια κλίμακα μπορούμε να παρατηρήσουμε την τάση για παράταση της ισχύος των έκτακτων μέτρων και τη μετατροπή τους σε μόνιμα. Η εξαίρεση γίνεται ο κανόνας με σύνοδα φαινόμενα την κρατική αυθαιρεσία, την απεμπόληση του ρόλου της νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας, καθώς και τη συρρίκνωση των προνομίων που απολαμβάνει η κοινωνία στις καταστάσεις ομαλότητας και μάλιστα ακόμη και χωρίς καμία κοινωνική αντίδραση, οδηγώντας τελικά σε αλλοίωση ολόκληρο το νομικό σύστημα.[6].
Το βασικότερο ζήτημα που πραγματεύεται το Δίκαιο της Έκτακτης Ανάγκης αναφέρεται  στην εύρεση της ισορροπίας μεταξύ της απαραίτητης ευελιξίας που απαιτούν οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης για άμεση και αποτελεσματική απόκριση, με το μικρότερο κίνδυνο στην μονιμότητα και σταθερότητα των νομικών κανόνων που στοιχειοθετούν το Κράτος Δικαίου και τους Δημοκρατικούς θεσμούς.
Είναι μείζονος σημασίας η αντιμετώπιση μιας κρίσης και η προστασία μιας κοινωνίας που πλήττεται να μην συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο λήψης καταχρηστικών μέτρων και συμπεριφορών, αφού σε κάθε περίπτωση η θεραπεία δεν μπορεί να είναι χειρότερη από την ασθένεια.
Όπως πολύ εύστοχα διαπιστώνει και ο καθηγητής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Βερόνας G. Agamben, «Ο ορισμός της κατάστασης έκτακτης ανάγκης είναι πολύπλοκος δεδομένου ότι βρίσκεται στα όρια του νόμου και της πολιτικής και αποτελεί σημείο ανισορροπίας μεταξύ δημοσίου δικαίου και πολιτικής πραγματικότητας». [7]


 Προτεινόμενα Θεσμικά Μοντέλα Διαχείρισης Έκτακτων Αναγκών
Οι απόψεις των θεωρητικών κυμαίνονται μεταξύ δύο αντικρουόμενων θέσεων σε σχέση με το Δίκαιο της Έκτακτης Ανάγκης.
Η πρώτη στηρίζεται στο γεγονός ότι, αφού δεν υπάρχει σαφής και πλήρης καθορισμός του περιεχομένου της έννοιας «έκτακτη ανάγκη» και κάθε φορά μπορεί να παρουσιάζεται σε διαφορετική έκταση, άλλη μορφή και επιπτώσεις, δεν υπάρχει και η δυνατότητα με τους υφισταμένους νομικούς κανόνες ν' αντιμετωπισθεί πλήρως μια οποιαδήποτε μελλοντική κατάσταση.
Η αντίθετη άποψη υποστηρίζει ότι, στη νομική πραγματικότητα είναι πολλές οι έννοιες οι οποίες υπόκεινται σε ερμηνεία και συνεπώς αυτό δεν πρέπει ν’ αποτελεί άλλοθι αποκλεισμού του νομικού πλαισίου που τις περιχαρακώνει.
Με βάση τις ανωτέρω τάσεις καθορίστηκαν και τα δύο επικρατέστερα μοντέλα διαχείρισης των έκτακτων αναγκών, όπως κατά καιρούς προτάθηκαν από τους θεωρητικούς: τα συνταγματικά και μη συνταγματικά.
Στα Συνταγματικά Μοντέλα η βασική τους αρχή στηρίζεται στην αυστηρή συμμόρφωση της κρατικής εξουσίας με τους κανόνες δικαίου, ως προς τις ενέργειες και τα μέτρα που λαμβάνει προκειμένου να επιτύχει την έξοδο από μια κρίση. Αντιθέτως, στα μη Συνταγματικά Μοντέλα υποστηρίζεται ότι η κρατική εξουσία πρέπει να έχει την ευχέρεια να διαχειρίζεται μια κρίση, χωρίς να παρεμποδίζεται από υφιστάμενους νομοθετικούς κανόνες. [8]
Σύμφωνα με την άποψη του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Α. Μεταξά, η έλλειψη της συνταγματικής πρόβλεψης πιθανά να οφείλεται και σε αδυναμία του συνταγματικού νομοθέτου να προβλέψει όλες τις πιθανές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης (ακούσιο νομοθετικό κενό). Δεν αποκλείεται όμως τούτο να σημαίνει και την αντίθεση του συνταγματικού νομοθέτη να συνταγματοποιήσει μια εξαιρετική διαδικασία. Διότι ο συνταγματικός νομοθέτης που επιλέγει και καθιερώνει μια τακτική διαδικασία την οποία συνδέει με την εξυπηρέτηση ορισμένης λειτουργίας, είναι φυσικό ν’ αποστρέφεται την πρόβλεψη του έκτακτου μέτρου, έστω και αν αυτό το τελευταίο θα γινόταν αντιληπτό ως έλλειψη φρόνησης. Διότι σκέπτεται ότι η καθιέρωση μιας απόκλισης εις το ίδιο το σώμα του κανόνα πιθανά να αποτελεί αυτό-υπονόμευση του θεσμού. Από την άλλη πλευρά όμως η έλλειψη της έκτακτης ρύθμισης ή και ακόμη η ανεπάρκεια της προβλεπόμενης, είναι δυνατόν να έχει ως συνέπεια την de facto αναζήτηση της συμπληρώσεως με τις εξαιρετικές εξω-συνταγματικές διαδικασίες
Επειδή τα Συνταγματικά Μοντέλα βασίζονται στην υπόθεση ότι οι νομικοί κανόνες πρέπει να καθορίζουν και να περιχαρακώνουν την κυβερνητική δράση, οποιαδήποτε και αν είναι τα μέτρα που λαμβάνει ένα κράτος για τη διαχείριση μιας έκτακτης ανάγκης, είναι αναγκαίο να βρίσκονται σε αρμονία με τις συνταγματικές επιταγές. Έτσι, τα αίτια που προκαλούν μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης (σε μια χώρα ή μια περιοχή), τα όργανα που καλούνται να την διαχειριστούν, οι πρόσθετες εξουσίες που λαμβάνουν και οι μέθοδοι ελέγχου των πράξεων αυτών των οργάνων, πρέπει να περιγράφονται σαφώς στο θεσμικό πλαίσιο.
Οι υποστηρικτές των Συνταγματικών μοντέλων θεωρούν ότι μόνο με τη συνταγματική προστασία επιτυγχάνεται η ελαχιστοποίηση της πιθανότητας κατάχρησης εξουσίας από το κράτος ή η λήψη έκτακτων μέτρων όταν οι περιστάσεις δεν το απαιτούν πραγματικά. Ακόμη και αν οι νομικοί κανόνες δεν παράσχουν πλήρη κάλυψη, οριοθετούν τις έκτακτες εξουσίες ως ένα βαθμό και έτσι τα ατομικά δικαιώματα και οι ελευθερίες διασφαλίζονται.
 Μεγάλο μέρος των θεωρητικών και του δικαστικού κλάδου είναι υποστηρικτές των συνταγματικών μοντέλων. Ο δικαστής Davis σε σχετική με το θέμα απόφαση - που θεωρήθηκε ορόσημο στις ΗΠΑ - αναφέρει: «To Σύνταγμα εμπεριέχει μία σταθερή και απαράλλαχτη ισορροπία ανάμεσα στην προσωπική ελευθερία και ανεξαρτησία από τη μια και τις κυβερνητικές εξουσίες από την άλλη. Αυτή η ισορροπία πρέπει να διατηρείται σε όλες τις περιπτώσεις. Όταν η κυβέρνηση βρεθεί αντιμέτωπη με μια κρίση μπορεί να χρησιμοποιήσει τις κανονιστικές της εξουσίες και μόνο αυτές.»
Η κριτική που γίνεται στα Συνταγματικά μοντέλα και των κατ’ εξουσιοδότηση νομικών κανόνων αυτών είναι, ότι μπορούν να επιτρέψουν επισφαλείς ή διασταλτικές ερμηνείες εξαιτίας της αντικειμενικής δυσκολίας προσδιορισμού και οριοθέτησης των αλλαγών που γίνονται,  βάση των νομικών όρων που εισάγονται. Αυτοί είναι συχνά διφορούμενοι, ασαφείς, επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες και τελικά, σε πολλές περιπτώσεις, διαφέρουν από την πραγματική βούληση του νομοθέτη. Ειδικότερα, θεωρείται ότι με τους νομικούς αυτούς κανόνες ευνοείται η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας, οδηγώντας την σε καταχρηστικές και παράνομες συμπεριφορές και τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, με το πρόσχημα της ύπαρξης κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Σύνηθες θεωρείται και το φαινόμενο της διαρκούς προσθήκης στο νομικό σύστημα νέων δραστικότερων μέτρων για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης που στο παρελθόν θα απορρίπτονταν ως υπερβολικά.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η ενδεχομένως αθρόα έκδοση νομοθετικών διαταγμάτων – τα οποία τελικά δεν δύναται να χαρακτηριστούν ως επείγοντα – δεν συνεπάγεται και την αντισυνταγματικότητα κάθε διατάγματος (αφού η τυπικά νόμιμη προσφυγή στις έκτακτες συνταγματικές ρυθμίσεις δεν μπορεί να αμφισβητηθεί), αλλά την αντισυνταγματικότητα της λειτουργίας του θεσμού.
Τα Συνταγματικά Μοντέλα από κάποιους ερευνητές θεωρούνται στην πράξη ως ανελαστικά, ιδεατά και μη ρεαλιστικά, αφού δε λαμβάνουν υπόψη την πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν εκ των προτέρων όλες οι εξαιρετικές περιστάσεις που μπορούν να πλήξουν μια κοινωνία καθώς και το μέγεθος των επιπτώσεων τους. Επιπλέον, είναι και υποκριτικά, αφού στην πραγματικοτητα όταν το κράτος βρεθεί αντιμέτωπο με μια επείγουσα και απρόβλεπτη κατάσταση έκτακτης ανάγκης η οποία απειλεί το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική συνοχή, θα λάβει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο προκειμένου να την αντιμετωπίσει. Ακόμη και τα κατοχυρωμένα δικαιώματα έχουν ισχύ μόνο σε περίοδο ομαλότητας και συνεπώς μπορούν να παρακαμφτούν σε μια έκτακτη και απρόβλεπτη κατάσταση.
Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όσο περισσότερο προβλέπονται τόσο περισσότερο προκαλούν την προσφυγή σε αυτές.
Στα μη Συνταγματικά Μοντέλα το νομικό σύστημα θεωρείται ανελαστικό και κατ' επέκταση καθίσταται ανίσχυρο να αντιμετωπίσει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Συχνά ο νόμος αποτελεί εμπόδιο στην κρατική εξουσία, προκειμένου να λάβει τα απαραίτητα μέτρα τα οποία θα οδηγήσουν με ασφάλεια στην ύφεση μιας κρίσης. Οι υποστηρικτές αυτών των μοντέλων θεωρούν ότι η εκτελεστική εξουσία για να είναι πιο αποτελεσματική στην αντιμετώπιση μιας έκτακτης ανάγκης πρέπει να έχει εκτεταμένη ελευθερία δράσης και να μην περιορίζεται από συνταγματικές κατευθύνσεις. Υπό προϋποθέσεις ο εκ των υστέρων δικαστικός έλεγχος ή/και κοινωνικός έλεγχος θεωρείται επαρκής προκειμένου να αξιολογηθούν οι πράξεις της εκτελεστικής εξουσίας ή να περιοριστεί η δράση της, όταν αυτή προβαίνει σε καταχρηστικές αποφάσεις και ενέργειες.
Ήδη από την αρχαιότητα διατυπώνονται οι πρώτες απόψεις που αναφέρονται στην ανεπάρκεια των υφιστάμενων νομικών κανόνων ν' αντιμετωπίσουν μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Χαρακτηριστική είναι η φράση του Πλούταρχου: «Η ανάγκη πείθει ότι προς καιρόν δει τους νόμους εάν καθεύδειν»,[9] όπου  σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, ένας νόμος είναι δυνατόν να παραμερισθεί και να μην εφαρμοσθεί αλλά μόνο προσωρινά. Πολλά μη συνταγματικά μοντέλα έχουν υποστηριχθεί στη βιβλιογραφία με στόχο την βέλτιστη διαχείριση μιας έκτακτης κατάστασης ανάγκης.

Το Δίκαιο της Έκτακτης Ανάγκης στην Ελλάδα
Οι συνταγματικές ρυθμίσεις που αφορούν την οργάνωση του Δίκαιου της Έκτακτης Ανάγκης στη χώρα μας αναφέρονται στα άρθρα 44 και 48:
Το άρθρο 48 παρ.1 χρησιμοποιώντας τον όρο κατάσταση πολιορκίας, αναφέρεται στις εξής διακριτές περιπτώσεις: «…πολέμου, επιστράτευσης λόγω εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος [10] η Βουλή, με απόφασή της, που λαμβάνεται ύστερα από πρόταση της Κυβέρνησης θέτει σε εφαρμογή, σε ολόκληρη την Επικράτεια ή σε τμήμα της, το νόμο  για την κατάσταση πολιορκίας.» [11] Σύμφωνα και με την παρ. 2,  «Σε περίπτωση απουσίας της Βουλής ή αν συντρέχει αντικειμενική αδυναμία να συγκληθεί εγκαίρως, τα μέτρα της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Το διάταγμα υποβάλλεται από την Κυβέρνηση για έγκριση μόλις καταστεί δυνατή η σύγκλησή της, ακόμη και αν έληξε η βουλευτική περίοδος ή η Βουλή έχει διαλυθεί και πάντως μέσα σε δεκαπέντε ημέρες το αργότερο».[12]
To άρθρο 44 παρ.1 αναφέρεται: «Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσες και απρόβλεπτης ανάγκης» και δεν ορίζει με περισσότερες λεπτομέρειες τις περιπτώσεις που μπορούν να οδηγήσουν στην επίκλησή του.
 «Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση (…) [13] μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της Βουλής σε σύνολο. Αν δεν υποβληθούν στη Βουλή μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής».
Από την διατύπωση της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης (άρθρο 44), προκύπτει ότι στην περίπτωση που η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου κυρωθεί μέσα στις συνταγματικές προθεσμίες από το Κοινοβούλιο, οι ρυθμίσεις της αποκτούν την ισχύ νόμου και μάλιστα αναδρομικά. Εάν η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου δεν υποβληθεί εμπροθέσμως στη Βουλή προς κύρωση ή δεν κυρωθεί, η μνημονευομένη συνταγματική διάταξη ορίζει ότι η πράξη αυτή παύει να ισχύει «στο εξής», άρα ότι πάντως ισχύει για το διάστημα από τη δημοσίευσή της μέχρι την εκπνοή των συνταγματικών προθεσμιών για την κύρωσή της.
Στις Συνταγματικές διατάξεις του άρθρου 44 γίνεται δεκτό ότι δικαιολογείται η έκδοση πρόσθετων νομοθετικών μέτρων υπό προϋποθέσεις. Τίθεται όμως ως βασική  προϋπόθεση για την έκδοση αυτών η απόλυτη χρονική αδυναμία («εξαιρετικά επείγουσες»), όχι όμως και η αδυναμία σύγκληση της Βουλής  (όπως συμβαίνει με το άρθρο 48), αφού δεν απαιτείται η γνώμη της για την έκδοση των ΠΝΠ. Παραταύτα στο προοίμιο κάποιων ΠΝΠ (λίγων) συναντούμε εκφράσεις που υποδηλώνουν την αδυναμία σύγκλησης της Βουλής (πχ στην από 22.12.1979 ΠΝΠ «Περί αποκαταστάσεως ζημιών εκ των σεισμών 1979 εις την περιοχήν του νομού Θεσσαλονικής» η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1048/1980 (ΦΕΚ 101Α), στο προοίμιο παρ 5 αναφέρεται «Το ότι η Βουλή τελεί εν διακοπαίς…»). Συνήθως αναγράφεται η γενική έκφραση «… αδυναμία αμέσου αντιμετωπίσεως της διαμορφωθείσης εκτάκτου καταστάσεως δια της συνήθους νομοθετικής ρυθμίσεως των συναφών θεμάτων…»
Επιπλέον, μέχρι σήμερα το αντικείμενο ρύθμισης των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου/ΠΝΠ του άρθρου 44 αναφέρεται σε εσωτερικά θέματα διάφορα από αυτά που προβλέπονται από τα άρθρο 48 (πόλεμο και απειλές κατά του πολιτεύματος).
Ο όρος της κατάστασης «έκτακτης ανάγκης» έχει ήδη χρησιμοποιηθεί και σε διάφορα νομοθετήματα που συνίσταται στο επιχειρησιακό πλαίσιο της αντιμετώπισης αυτής, όπως στο σχετικό Νομοθετικό Πλαίσιο Περί Πολιτικής Προστασίας (Ν 3013/2002 όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε) ή του ΝΔ 17/1974 (ΦΕΚ 236Α) «Περί Πολιτικής Σχεδιάσεως Εκτάκτου Ανάγκης» ο οποίος χρησιμοποιείται για την από ειρηνικής περιόδου οργάνωση, προπαρασκευή και κινητοποίηση των Πολιτικών Δυνάμεων και πόρων της Χώρας για τη διασφάλιση της Εθνικής Άμυνας σε πόλεμο και αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών. Στο  άρθρο 2 παρ. 5 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 του Ν. 2936/2001, ΦΕΚ 166Α) του εν λόγω νομοθετήματος αναφέρεται: «Κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι κάθε αιφνίδια κατάσταση, που προκαλείται από φυσικά ή άλλα γεγονότα τεχνολογικά ή πολεμικά και έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ή την απειλή δημιουργίας εκτεταμένων απωλειών, ζημιών και καταστροφών σε έμψυχο ή άψυχο δυναμικό της χώρας ή την παρακώλυση και διατάραξη της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας.»

Συμπεράσματα
Η ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει το Δίκαιο της Έκτακτης Ανάγκης, οφείλεται στην δυσκολία της εύρεσης της κρίσιμης ισορροπίας μεταξύ της απαιτούμενης ευελιξίας των κρατικών οργάνων να πετύχουν την έξοδο από μια κρίση και του κινδύνου καταχρηστικών συμπεριφορών.
 Οι κανόνες του Δίκαιου, δεν είναι δυνατόν να προβλέψουν εκ των προτέρων όλες τις πιθανές περιπτώσεις των έκτακτων και απρόβλεπτων αναγκών. Η αυστηρή προσήλωση σε έννομες ρυθμίσεις, λειτουργούν ανασταλτικά στην άμεση και αποτελεσματική αντίδραση του κρατικού μηχανισμού. Παράλληλα, η προσφυγή σε ένα υπερ–συνταγματικό Δίκαιο της Έκτακτης Ανάγκης, θεωρείται επικίνδυνη επιλογή αφού συνιστά ορατό τον κίνδυνο των καταχρηστικών συμπεριφορών (μονιμότητα των μέτρων που λαμβάνονται, λήψη έκτακτων μέτρων χωρίς να υφίστανται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, μη τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, αδυναμία Κοινοβουλευτικού ελέγχου, περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών κτλ).
Οι χώρες με σχετικά πρόσφατη εμπειρία αυταρχικής διακυβέρνησης, όπως η Γερμανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Πολωνία, Πορτογαλία και Ισπανία, έχουν θεσπίσει συνταγματικές διατάξεις για τα περισσότερα από τα κύρια θέματα της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Αντίθετα χώρες όπως η Αυστρία, το Βέλγιο, η Κύπρος, η Τσεχική Δημοκρατία, η Δανία, η Φινλανδία, το Λουξεμβούργο, η Νορβηγία και η Ελβετία παρουσιάζονται να ρυθμίζουν με μικρότερη συνταγματική αυστηρότητα αυτές τις καταστάσεις.
Η διεθνής τάση «προκρίνει» την προσωρινή αναστολή ή την απόκλιση κάποιων συνταγματικών διατάξεων και την προσφυγή σε έκτακτα μέτρα, όπως αυτά περιοριστικά προβλέπονται από τα ίδια τα Συνταγματικά κείμενα. Η επιλογή αυτή θεωρείται ως βέλτιστη λύση για τα σύγχρονα δημοκρατικά καθεστώτα, ώστε η κατάσταση έκτακτης ανάγκης να μην καταστρατηγεί το Κράτος Δικαίου.
Έτσι, για τη διατήρηση των δημοκρατικών συστημάτων στην πλειοψηφία των Συνταγματικών κειμένων προβλέπονται σχετικές «δικλείδες ασφαλείας» (πχ απαγόρευση διάλυσης του Κοινοβουλίου, υποχρεωτική σύγκληση αυτού κτλ).
Διαφορές εμφανίζονται και στην ισορροπία μεταξύ των μορφών εξουσίας (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική), καθώς επίσης και στον ορισμό των απειλών για τις οποίες γίνεται η επίκληση των ειδικών διατάξεων έκτακτης ανάγκης.
Κοινή τάση παρουσιάζεται μόνο σε σχέση με τα θεμελιώδη δικαιώματα, οι εγγυήσεις των οποίων δεν παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές, αφού η προστασία τους επιβάλλεται από διεθνείς συμβάσεις.
Ειδικά, σε ότι αφορά τις φυσικές καταστροφές μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία κρατών τις κατηγοριοποιεί και τις διακρίνει από άλλες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης (πχ Καναδάς, Πολωνία, Παραγουάη). Στην πλειοψηφία των συνταγματικών κειμένων είτε κατηγοριοποιούνται μαζί με άλλες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης (πχ Εσθονία, Λευκορωσία, Δομινικανή Δημοκρατία, Ουγγαρία, Τουρκία), είτε υπάγονται σε περιπτώσεις που ο χαρακτήρας της έκτακτης ανάγκης δεν προσδιορίζεται ειδικά, αφήνοντας τις ειδικές λεπτομέρειες εφαρμογής των συνταγματικών επιταγών στους εκτελεστικούς νόμους (πχ Πολωνία, Ρωσία, Σλοβακία).
Το γεγονός ότι οι έκτακτες ανάγκες «ελέγχονται» ως προς την ύπαρξή τους συντελεί στη δυσκολία που παρουσιάζεται για την εφαρμογή κοινά αποδεκτών  θεσμικών ρυθμίσεων. Μια πιο ακριβής και λεπτομερής κατηγοριοποίηση των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης αποδεικνύεται μόνο για την κατάσταση του «πολέμου» η οποία αποτελεί αδιαμφισβήτητη κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Η ύπαρξη της έκτακτης ή απρόβλεπτης ανάγκης δεν είναι πάντοτε επιδεκτική αντικειμενικού καθορισμού ούτε και για τις περιπτώσεις των φυσικών καταστροφών οι οποίες συχνά δεν δικαιολογούν τον όρο «φυσικές» και ερμηνεύονται ως κοινωνικά φαινόμενα άμεσα συνυφασμένα με την ευαλωτότητα των κοινωνικών συστημάτων.
Για παράδειγμα αν ένας οικισμός έχει χτιστεί πάνω σε ρέμα, τότε για μια μικρή βροχόπτωση «ελέγχεται» αν η καταστροφική πλημμύρα που προκάλεσε μπορεί να θεωρηθεί έκτακτο γεγονός και όχι αναμενόμενο. Επίσης ένα πιθανό ερώτημα σε σχέση με τα θεμελιώδη δικαιώματα στη χώρα μας θα μπορούσε να είναι: Γιατί ο πλημμυροπαθής - αυτός που έχτισε πάνω σε ρέμα-  να έχει δικαίωμα να στεγαστεί σε δασική περιοχή (έκτακτο μέτρο που έχει εφαρμοστεί στην Ελλάδα) ώστε να καλύψει το ατομικό του δικαίωμα στη στέγαση, στερώντας από τους υπόλοιπους πολίτες το δικαίωμα στην προστασία του περιβάλλοντος (άρθρο 24 Σ/τος). Από την άλλη η ικανοποίηση της έντονης και επιτακτικής ανάγκης της στέγασης προσκρούει στην έλλειψη πολιτικής χρήσεων γης το οποίο αποτελεί συχνά ευθύνη του κράτους.
Τα ίδια φυσικά φαινόμενα στο πέρασμα των χρόνων προκαλούν ολοένα και μεγαλύτερες συνέπειες, αφού αυτές είναι πλέον σε άμεση συνάρτηση με την ανθρώπινη δραστηριότητα.
Το γεγονός αυτό, λογικά καθιστά αναγκαία την ολοένα και πιο συχνή ενεργοποίηση των ιδιαίτερων διατάξεων του Δικαίου της Έκτακτης Ανάγκης ; Ή μήπως η αυξανόμενη επίκληση του Δικαίου της Έκτακτης Ανάγκης οφείλεται σε κρίση θεσμών και προσώπων που εμποδίζουν βελτιωμένες παρεμβάσεις στο νομικό και στο λειτουργικό πλαίσιο που απαιτείται για την αποτελεσματική διαχείριση των φυσικών καταστροφών ;



[1]. Στα φιλοσοφικό, πεζογραφικό και ποιητικά κείμενα των αρχαίων χρόνων απαντώνται οι πρώτες «νομικές» φιλοσοφικές διατυπώσεις που αφορούν μια κατάσταση ανάγκης. Για παράδειγμα:
«To ισχυρότερο είναι η ανάγκη διότι κυριαρχεί σε όλα» (Θαλής ο Μιλήσιος, «Δεινής ανάγκης ουδέν ισχύει πλέον» (Ευριπίδης, «Ανάγκη κρατεί πάντων» ή «Η ανάγκη πείθει ότι προς καιρόν δει τους νόμους εάν καθεύδειν» (Πλούταρχος) «Όλα γίνονται κατ' ανάγκη» (Δημόκριτος από Άβδηρα), «Δεν υπάρχει καλύτερος δάσκαλος πέραν της ανάγκης» (Ξενοφώντος από Αθήνα), «Αν η φτώχεια είναι η μητέρα του εγκλήματος, η σκληρή ανάγκη είναι ο πατέρας του» (Λα Μπρυγιέρ), «Ανάγκα και οι Θεοί πείθονται» δηλαδή η ανάγκη κυριαρχεί ακόμη και στους Θεούς. (Πιττακός από Μυτιλήνη), «Ανάγκα δ’ ουδέ Θεοί μάχονται δηλαδή εναντίον της ανάγκης, ούτε και οι Θεοί μπορούν να δώσουν μάχη» (Πιττακός), «Άριστη είναι η οικογένεια που δεν έχει ανάγκες για τα περιττά και απ' τα αναγκαία τίποτε δεν της λείπει» (Πιττακός), «Πολλά πράγματα γρήγορα υποτάσσονται στην ανάγκη» (Μένανδρος).
[2]. Σύμφωνα με το λεξικό Τεγόπουλος-Φυτράκης με το ουσιαστικό ανάγκη νοείται:  “καθετί που επιβάλλεται από τα πράγματα, από τις υπάρχουσες συνθήκες, αναγκαστικά (άσχετα από τις προθέσεις ή τις διαθέσεις)”
[3]. Ενδεικτικά αναφέρονται: Διεθνής Συνθήκη για το Αστικά και Πολιτικά δικαιώματα (The International Covenant on Civil and Political Rights/ICCPR), Επιτροπή των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της ΕΕ (UN Human Rights Committee), η Αμερικανική Συνθήκη σχετικά με τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (American Convention on Human Rights/ACHR), Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου /ΕΣΔΑ (The European Convention of Human Rights and Fundamental Freedoms/ECHR)
[5]. Το ενδιαφέρον της κρατικής εξουσίας για το Δίκαιο της Έκτακτης Ανάγκης σε περιόδους ομαλότητας είναι μειωμένο, με αποτέλεσμα την αναμόρφωσή του συνήθως μόνο μετά από μια κρίση.
[6]. Για παράδειγμα στις Ηνωμένες Πολιτείες σχεδόν 470 νομοθετικές διατάξεις (από το 1933) που θεσπίστηκαν ως προσωρινά μέτρα για την αντιμετώπιση μιας έκτακτης ανάγκης έχουν ενσωματωθεί στο ισχύον δίκαιο ως μόνιμα.
[7].Η απόρριψη του ιδεολογήματος, σχετικά με την «καθαρότητα» ή την «ουδετερότητα» της νομικής επιστήμης είναι μια γενικά διατυπωμένη άποψη. Σύμφωνα με το γνωστό συνταγματολόγο Αρ. Μάνεση, «Η πολιτική διάσταση του Δικαίου είναι τόσο αδιαμφισβήτητη όσο και η νομική διάσταση της Πολιτικής».
[8]. Ιστορικό πρόδρομο του Δίκαιου της Έκτακτης Ανάγκης αποτέλεσε η Ρωμαϊκή Dictatura. Με το νόμο de dictatore creando, προβλέπονταν ο διορισμός μια προσωπικότητας ως Dictator, για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων πολέμου (rei gerundae causa) ή εσωτερικών ταραχών (seditiones sedendae causa). Στον Dictator ανατίθεντο απεριόριστες εξουσίες για ορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν μπορούσε να παραταθεί περισσότερο από έξι μήνες.
Η συνταγματική ρύθμιση των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης άρχισε να εμφανίζεται ως ιδέα στα Ευρωπαϊκά συντάγματα του 18ου και 19ου αι., αν και είχαν μεγάλες διαφορές σε σχέση με τις Συνταγματικές ρυθμίσεις των σύγχρονων, φιλελεύθερων χωρών και συχνά έπαυε η ισχύς τους μετά από την αποτυχία τους να διαχειριστούν μια έκτακτη κατάσταση. Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης στη Γερμανία  θεωρήθηκε ως το πρώτο που μπόρεσε να εξασφαλίσει την επιτυχία των διατάξεων του για την έξοδο από μια κρίση και αποτέλεσε το πρότυπο για πολλές άλλες χώρες, αν και τελικά οδήγησε τη χώρα στην εγκαθίδρυση του Ναζισμού.
[9]. Αγησίλαος XXX. σ. 613
[10]. Η διάκριση μεταξύ των εξωτερικών και εσωτερικών κινδύνων καθίσταται σε κάποιες περιπτώσεις ιδιαίτερα δυσχερής. Η έννοια της «εθνικής ασφάλειας», που χρησιμοποιήθηκε ευρέως μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο έχει γενικά κριθεί ως ασαφής αφού δύναται να δεχθεί διαφορετικές ερμηνείες.
Σύμφωνα με τον Gross, η «εθνική ασφάλεια» είναι μια άμορφη, απέραντη έννοια που είναι υποκείμενη στο νομικό και πολιτικό χειρισμό. Στη χώρα μας στις συνεδριάσεις της ειδικής κοινοβουλευτικής αναθεωρητικής επιτροπής κάποιοι βουλευτές επέκριναν το συγκεκριμένο όρο της «εθνικής ασφάλειας» ως ασαφή και από πολλούς εκφράστηκαν φόβοι ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για εσωτερικές έκτακτες ανάγκες όπως την καταστολή μεγάλης απεργίας ή συγκέντρωσης και ως εκ τούτου η ύπαρξη του όρου αυτού θεωρήθηκε περιττή. Η έννοια αυτή παρόλο που είναι πολυσυζητημένη εξακολουθεί να είναι ασαφής και αμφιλεγόμενη.
Σύμφωνα με τη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, οι διάφορες εννοιολογικές προσεγγίσεις της ασφάλειας θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε δύο κύριες κατηγορίες: Η πρώτη, η «κλασσική» ή «διαχρονική», περιλαμβάνει προσεγγίσεις που θεωρούν ως κυρίαρχη παράμετρο της ασφάλειας τη στρατιωτική δύναμη και την επιβίωση του κράτους με όρους πολιτικής ανεξαρτησίας, οικονομικής αυτονομίας και εδαφικής ακεραιότητας. Η δεύτερη κατηγορία, η «διευρυμένη» επικεντρώνει το ενδιαφέρον της, πρωτίστως, σε μη στρατιωτικές διαστάσεις της ασφάλειας και σε μη κρατικούς δρώντες και μεταβλητές. Απ’ αυτή την άποψη, η εθνική ασφάλεια δεν περιορίζεται μόνο στο κράτος αλλά αφορά ευρύτερα την κοινωνία και τους πολίτες του. Έτσι το αντικείμενο της εθνικής ασφάλειας δεν είναι μόνο το κράτος αλλά και ο άνθρωπος.
Ο όρος ένοπλο κίνημα στη χώρα μας συνδέεται κυρίως με στρατιωτικό πραξικόπημα, κάτι που είναι ιστορικά αποδεδειγμένο. Τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον πολιτικών, αστυνομικών ή στρατιωτικών ακόμα στόχων δεν μπορούν καταρχήν να δικαιολογήσουν την επίκληση του άρθρου αυτού, εκτός αν έχουν πάρει τέτοια έκταση που να παρακωλύεται σοβαρά απ'  αυτές η λειτουργία των άμεσων κρατικών οργάνων.
[11]. Βλέπε σχετικά το Ν. 566/1977 «περί καταστάσεως πολιορκίας»
[12]. Στην παρ.3 δίνεται η δυνατότητα παράτασης των έκτακτων μέτρων που λαμβάνονται για άλλες δεκαπέντε ημέρες μόνο με προηγούμενη απόφαση της Βουλής, η οποία συγκαλείται ακόμη και αν η βουλευτική περίοδος έχει λήξει ή η Βουλή έχει διαλυθεί.
[13]. Με διαδικασία που περιγράφεται από τις διατάξεις του άρθρου 72 παρ 1 του Συντάγματος.