aspa

aspa

Παρασκευή 17 Μαΐου 2019

10 ερωτήσεις και απαντήσεις για τις χαλαζοπτώσεις



1. Ποια νέφη δημιουργούν το χαλάζι;

Μόνο οι σωρειτομελανίες/cumulonimbus (νέφη που προκαλούν καταιγίδες) είναι ικανοί να δημιουργήσουν χαλάζι. Σχεδόν όλες οι καταιγίδες παράγουν χαλάζι σε κάποιο στάδιο της ανάπτυξής τους αλλά λίγες φορές οι χαλαζόκοκκοι καταφέρνουν να φτάσουν στο έδαφος και να εκδηλωθεί το φαινόμενο της χαλαζόπτωσης.



2. Πώς δημιουργείται το χαλάζι;

Η δημιουργία και ανάπτυξη των χαλαζόκοκκων σε έναν σωρειτομελανία εξαρτάται από μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ της κατακόρυφης ροής θερμού και υγρού αέρα με μικροσωματίδια (που ονομάζονται πυρήνες συμπύκνωσης) πάνω στα οποία προσκολλώνται αρχικά μικροσκοπικοί παγοκρύσταλλοι. Οι παγοκρύσταλλοι μεγαλώνουν σε μέγεθος συλλέγοντας νερό από τις γειτονικές σταγόνες ή από το νερό σε υπέρτηξη, δηλαδή το νερό που βρίσκεται σε αρνητική θερμοκρασία ακόμη και στους -40oC, το οποίο παγώνει ακαριαία πάνω στην επιφάνεια του πάγου. Σε αυτή τη φάση έχουμε τη δημιουργία των χαλαζόκοκκων που λόγω του βάρους τους πέφτουν προς τη βάση του νέφους μεγαλώνοντας συνεχώς σε μέγεθος με σφαιρικό σχήμα.

3. Σε τι διαφέρει το μικρό από το μεγάλο χαλάζι;

Για τη δημιουργία μεγάλου χαλαζιού (πάνω από 2 εκ διάμετρο) εκτός από την έντονη αστάθεια στην ατμόσφαιρα, χρειάζεται επιπλέον μεγάλη διαφορά ταχύτητας του ανέμου καθ’ύψος έτσι ώστε ο στροβιλισμός των αέριων μαζών εντός του νέφους να οδηγήσει τον χαλαζόκοκκο σε πολλαπλές διαδρομές οριζόντια και κατακόρυφα συλλέγοντας περισσότερο νερό και αυξάνοντάς το σε μέγεθος. Με αυτόν τον τρόπο πολλές φορές το χαλάζι χάνει το σφαιρικό του σχήμα και αποκτά μυτερές προεξοχές Ανάλογα το μέγεθος, τα «δαχτυλίδια πάγου» και τις προεξοχές ενός χαλαζόκοκκου, μπορούμε να εκτιμήσουμε πόση ώρα ταξίδεψε μέσα σε ένα καταιγιδοφόρο νέφος. Το μικρού μεγέθους χαλάζι, ό, δημιουργείται επίσης σε περιοχές με έντονη αστάθεια αλλά όταν οι άνεμοι καθ’ύψος είναι ασθενείς και υπάρχουν ξηρές και ψυχρές αέριες μάζες σε χαμηλά στρώματα της τροπόσφαιρας (περίπου 2 km ύψος).



4. Σε τι μέγεθος μπορεί να φτάσει το χαλάζι;

Συνήθως το χαλάζι που φτάνει στο έδαφος δεν ξεπερνά σε διάμετρο το 1 εκ αλλά μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 23 εκ.



5. Πότε έχουμε χαλαζοπτώσεις στην Ελλάδα;

Στη ηπειρωτική Ελλάδα οι χαλαζοπτώσεις με μικρό μέγεθος (<2 εκ) χαλαζόκοκκων αλλά σε μεγάλες ποσότητες παρατηρούνται κυρίως τον Απρίλιο και το πρώτο μισό του Μαΐου, όταν η αστάθεια στην ατμόσφαιρα είναι ισχυρή αλλά πολλές φορές ψυχρές αέριες μάζες παραμένουν κοντά στο έδαφος, ενώ το μεγάλο χαλάζι (>2 εκ) παρατηρείται την περίοδο μεταξύ Μαΐου και το πρώτο μισό του Ιουνίου. Αντίθετα στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου οι χαλαζοπτώσεις είναι πιο συχνές το φθινόπωρο και λιγότερο τους χειμερινούς μήνες, όταν η αστάθεια περιορίζεται πάνω από τη θάλασσα.



6. Πού έχει παρατηρηθεί το μεγαλύτερο χαλάζι στην Ελλάδα;

Σχεδόν κάθε χρόνο παρατηρούμε στη χώρα μας χαλάζι διαμέτρου 2-3 εκ, όμως στις 10 Ιουνίου 2013 οπότε πολύ ισχυρές καταιγίδες έπληξαν περιοχές της Ημαθίας και της Πιερίας με χαλάζι διαμέτρου έως και 8 εκ . Είναι το μεγαλύτερο χαλάζι που γνωρίζουμε να έχει παρατηρηθεί στη χώρα μας τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια. Από αναφορά του Τύπου γνωρίζουμε ότι στις 15 Ιουνίου 1956 στο χωριό Λοξάδα Καρδίτσας 46 κάτοικοι τραυματίστηκαν και δεκάδες οικόσιτα ζώα σκοτώθηκαν από πρωτοφανή χαλαζόπτωση.



7. Πώς καταγράφουμε το χαλάζι;

Το μέγεθος του χαλαζιού μπορεί να καταγραφεί μόνο με χαλαζόμετρα, απλές κατασκευές από πορώδη υλικά πάνω στα οποία οι χαλαζόκοκκοι αφήνουν το αποτύπωμά τους. Επίσης μέσω ανάλυσης δεδομένων από ραντάρ καιρού μπορούμε να εκτιμήσουμε το μέγεθος του χαλαζιού αλλά με μικρή ακρίβεια. Στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών πρόσφατα ξεκινήσαμε τη χρήση τεχνικών τηλεπισκόπησης από δορυφόρους για να εκτιμήσουμε ποιες καταιγίδες είναι ικανές να παράγουν χαλαζοπτώσεις με ενθαρρυντικά αποτελέσματα.



8. Γίνεται πρόγνωση χαλαζοπτώσεων;

Η πρόγνωση της χαλαζόπτωσης αποτελεί ακόμη μεγάλη πρόκληση για την Μετεωρολογία καθώς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς τις συνθήκες που το δημιουργούν σε κάθε σημείο της ατμόσφαιρας. Στο meteo.gr χρησιμοποιούμε αλγόριθμους που εκτιμούν την εκδήλωση χαλαζόπτωσης και το μέγεθος του χαλαζιού από προγνωστικά δεδομένα αριθμητικών μοντέλων.



9. Τι προβλήματα προκαλεί το χαλάζι;

Το προφανές πρόβλημα μιας χαλαζόπτωσης είναι η οικονομική ζημία της αγροτικής παραγωγής λόγω καταστροφής καλλιεργειών. Το χαλάζι αποτελεί ίσως τον χειρότερο εχθρό των αγροτών ειδικά γιατί εκδηλώνεται την άνοιξη που οι καλλιέργειες βρίσκονται σε ώριμο στάδιο. Άλλα προβλήματα που προκαλούν είναι οι υλικές ζημιές σε οικίες και οχήματα, με τις αποζημιώσεις ασφαλιστικών εταιρειών να αυξάνονται κάθε χρόνο. Επιπροσθέτως, το μικρού μεγέθους χαλάζι προκαλεί μεγαλύτερη ολισθηρότητα στο οδόστρωμα από το χιόνι, γι’ αυτό και είναι συχνά τα τροχαία ατυχήματα, ιδιαίτερα στην Εγνατία Οδό όπου οι οδηγοί που εξέρχονται από τις σήραγγες δεν προλαβαίνουν να αντιδράσουν στο οδόστρωμα καλυμμένο με χαλάζι.



10. Γίνεται αποτροπή χαλαζοπτώσεων;

Ο Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛΓΑ) εφαρμόζει από το 1981 το Εθνικό Πρόγραμμα Χαλαζικής Προστασίας. Το Κέντρο Μετεωρολογικών Εφαρμογών (ΚΕΜΕ) στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» αναλαμβάνει την επιχειρησιακή λειτουργία του προγράμματος που αποτελείται από δίκτυο χαλαζόμετρων στη Μακεδονία, την επιτήρηση των καιρικών συνθηκών στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα με ραντάρ καιρού και αεροσκάφη για τη σπορά των καταιγιδοφόρων νεφών με ιωδιούχο άργυρο. Η σπορά των νεφών επιδιώκει τη μείωση του μεγέθους των χαλαζόκοκκων καθώς περισσότεροι τεχνητοί πυρήνες συμπύκνωσης λειτουργούν ανταγωνιστικά προς τους φυσικούς, κάτι που σημαίνει ότι το διαθέσιμο νερό που εξηγήσαμε παραπάνω, κατανέμεται σε περισσότερους χαλαζόκοκκους.

 Πηγή: Meteo.gr

Τρίτη 14 Μαΐου 2019

Τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα γίνονται αντιληπτά ως «κανονικά», μόλις μετά από λίγα χρόνια





Η αλλαγή του κλίματος εκθέτει τους ανθρώπους σε συνθήκες που είναι ιστορικά ασυνήθιστες και αναμένεται να γίνουν όλο και πιο συχνές με την πάροδο του χρόνου.

Το καίριο σχετικό ερώτημα που τέθηκε σε μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Proceeding της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ, είναι κατά πόσο οι άνθρωποι παρατηρούν  τις ακραίες θερμοκρασίες στην περιοχή τους;

Η απάντηση που δόθηκε σύμφωνα με τη μελέτη, είναι ότι στην πραγματικότητα οι άνθρωποι μαθαίνουν να δέχονται τις ακραίες καιρικές συνθήκες ως «κανονικές», σε μόλις λίγα χρόνια.

Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει τους ανθρώπους να υποτιμήσουν την έκταση της υπερθέρμανσης του πλανήτη δεδομένου ότι έχει ήδη προκαλέσει ακραίες θερμοκρασιακές μεταβολές.

Οι ερευνητές, κατέληξαν στο συμπέρασμα αυτό αναλύοντας περισσότερα από δύο δισεκατομμύρια μηνύματα στο Twitter για το χρονικό διάστημα 2014-2016, μελετώντας πως οι άνθρωποι αντιδρούν στις ακραίες θερμοκρασίες με βάση τις εμπειρίες του παρελθόντος καιρού.
Διαπιστώθηκε ότι όταν οι άνθρωποι σε μια περιοχή βίωναν πρωτόγνωρες γι αυτούς ακραίες θερμοκρασίες, έκαναν πολλά tweets σχετικά με αυτό.  Σταδιακά όμως έπαυαν να τιτιβίζουν για τις ακραίες θερμοκρασίες, όταν αυτές επαναλαμβάνονταν. Ο καιρός πια έπαυε να γίνεται αντιληπτός ως κάτι αξιοσημείωτο.

Γενικά, οι άνθρωποι χρειάζονται μόλις 2 έως 8 χρόνια σε μια δεδομένη περιοχή προκειμένου να σταματήσουν να αναγνωρίζουν ότι οι ακραίες θερμοκρασίες που βιώνουν είναι πράγματι ακραίες.
 «Ο ορισμός του “φυσιολογικού καιρού” μετατοπίζεται γρήγορα με την πάροδο του χρόνου σε ένα μεταβαλλόμενο κλίμα» επισημαίνουν οι συγγραφείς.

Εστάνσεις μπορούν να διατυπωθούν ως προς την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος που αξιολόγησαν οι συγγραφείς, αφού δεν γνωρίζουμε πόσο αντιπροσωπευτικά είναι τα tweets για τη γενική κοινή γνώμη.
Ωστόσο, η μελέτη του καθηγητή στο Τμήμα Επιστήμης και Περιβαλλοντικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας Davis, Δρ. Moore και των συνεργατών του, είναι μια καλή αρχική προσπάθεια προκειμένου να καταλάβουμε πως οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την αλλαγή του κλίματος μέσω των ακραίων καιρικών συνθηκών. 

Είναι σαν ένα προειδοποιητικό μήνυμα αφύπνισης στην προσαρμογή μας στην κλιματική αλλαγή, θυμίζοντας την γνωστή ιστορία του βατράχου που αφέθηκε να μαγειρευτεί σε μία κατσαρόλα όπου το νερό θερμαινόταν σταδιακά χωρίς να αντιδράσει. Σε αντίθεση, το απότομα οδυνηρό κάψιμο από το νερό θα ενεργοποιούσε τα αντανακλαστικά επιβίωσης και θα πεταγόταν έξω από το νερό.
Αν οι άνθρωποι σταματήσουν να αντιλαμβάνονται και να καταγράφουν τις ακραίες θερμοκρασίες ως ακραίες, υπάρχει ο κίνδυνος να περιοριστεί η επιθυμία του κοινού ν’ αναλάβει ή να υποστηρίξει δράσεις για την υπερθέρμανση του πλανήτη.

Δρ. Α. Καραμάνου