aspa

aspa

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Επάρκεια μετεωρολογικών συστημάτων πρόβλεψης και προειδοποίησης στη μείωση του κινδύνου Καταστροφών


Ένα μετεωρολογικό σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης αντιπροσωπεύει το σύνολο των δυνατοτήτων που απαιτούνται για τη δημιουργία και τη διάδοση, έγκαιρης και ουσιαστικής προειδοποίησης με πληροφορίες που επιτρέπουν σε άτομα και κοινότητες που απειλούνται από κάποιο κίνδυνο, να προετοιμαστούν και να ενεργήσουν κατάλληλα για την μείωση της πιθανότητας βλάβης ή της απώλειας.  Έγκαιρη προειδοποίηση σημαίνει πριν από την άφιξη ενός κινδύνου ή μιας απειλής - ενώ υπάρχει ακόμη χρόνος για τη μείωση της πιθανής ζημίας ή απώλειας ή για την πρόληψη μιας καταστροφής. Μια προειδοποίηση είναι το μήνυμα (χρησιμοποιώντας σημάδια, λέξεις, ήχους ή εικόνες) που αναγγέλλουν έναν επικείμενο κίνδυνο. Αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τη μείωση του κινδύνου καταστροφών. Προλαμβάνει την απώλεια ζωής και μειώνει τις οικονομικές και υλικές επιπτώσεις των καταστροφών.

Η έγκαιρη προειδοποίηση είναι η ολοκλήρωση τεσσάρων κυρίων αλληλένδετων συστατικών ως εξής:
         Γνώση κινδύνου: Οι κίνδυνοι προκύπτουν από το συνδυασμό των κινδύνων και τρωτών σημείων σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία. Οι εκτιμήσεις του κινδύνου απαιτούν συστηματική συλλογή και ανάλυση δεδομένων και πρέπει να εξετασθεί η δυναμική φύση των κινδύνων και των τρωτών σημείων που προκύπτουν από διαδικασίες όπως η αστικοποίηση, η αλλαγή της χρήσης της υπαίθρου, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος και η κλιματική αλλαγή. Η αξιολόγηση του κίνδυνου παρέχει βασικές πληροφορίες για τον καθορισμό προτεραιοτήτων και τις στρατηγικές μετριασμού και πρόληψης, την παροχή κινήτρων στους ανθρώπους και κατά συνέπεια τον κατάλληλο σχεδιασμό των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης.
     Παρακολούθηση και Πρόβλεψη: Συστήματα με αξιόπιστες δυνατότητες παρακολούθησης και πρόβλεψης είναι απαραίτητα προκειμένου να παρέχονται έγκαιρες εκτιμήσεις του δυνητικού κίνδυνου που αντιμετωπίζουν οι κοινότητες, οι κοινωνίες και το περιβάλλον. Πρόκειται για μια λογική συνέχεια για το πώς οι κίνδυνοι και οι τρωτότητες μεταβάλλονται διαχρονικά.
      Διάδοση Πληροφοριών: Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η πρόβλεψη και η προειδοποίηση δεν είναι το ίδιο πράγμα. Πολλοί από τους τεχνικούς επιστήμονες που προβλέπουν την εξέλιξη ενός συμβάντος πιστεύουν ότι αυτό είναι αρκετό για την αποφυγή των απωλειών, η διάδοση μιας ακριβούς πρόβλεψης. Ως αποτέλεσμα αυτής της στενής πειθαρχικής σκέψης είναι οι επιδόσεις των προβλέψεων και των προειδοποιήσεων να μετριούνται με καθαρά τεχνικούς όρους, πολύ συχνά δεν φθάνουν ή δεν είναι κατανοητοί σε αυτούς που βρίσκονται σε κίνδυνο.
Οι προειδοποιήσεις πρέπει να απευθύνονται σε όσους βρίσκονται σε κίνδυνο και όχι σε «μεσάζοντες» οι οποίοι ενδέχεται να μην μπορούν να διαδώσουν έγκαιρα και με έναν κατανοητό τρόπο την προειδοποίηση. Απαιτούνται συστήματα επικοινωνίας για την παροχή προειδοποιητικών μηνυμάτων στις δυνητικά πληγείσες περιοχές για την προειδοποίηση τοπικών φορέων και του κοινού. Τα μηνύματα αυτά πρέπει να είναι αξιόπιστα και σαφή, να περιέχουν απλές και χρήσιμες πληροφορίες που είναι κρίσιμες προκειμένου να δώσουν στους πολίτες την κατάλληλη δυνατότητα απόκρισης που θα βοηθήσει στην προστασία των ζωών και των μέσων διαβίωσης.
       Ανταπόκριση: Είναι σημαντικό οι κοινότητες να κατανοούν τους κινδύνους που τους απειλούν, να σέβονται την υπηρεσία προειδοποίησης και να ξέρουν πως θα αντιδράσουν. Ο συντονισμός, η καλή διακυβέρνηση και τα κατάλληλα σχέδια δράσης αποτελούν βασικό στοιχείο για την αποτελεσματική και έγκαιρη προειδοποίηση. Ομοίως, η ευαισθητοποίηση του κοινού και η εκπαίδευση αποτελούν κρίσιμες πτυχές μετριασμού των καταστροφών. Για παράδειγμα, οι ακριβείς προειδοποιήσεις δεν θα έχουν αντίκτυπο αν ο πληθυσμός δεν είναι προετοιμασμένος ή αν οι ειδοποιήσεις λαμβάνονται αλλά δεν διαδίδονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες.

Επί του παρόντος, υπάρχουν πολλά συστήματα που είναι σε θέση να εκδίδουν προειδοποιήσεις για έναν αριθμό φυσικών κινδύνων και καταστροφών.
Ένα συχνό πρόβλημα, ωστόσο, είναι ο αδύναμος δεσμός μεταξύ της τεχνικής ικανότητας έκδοσης της προειδοποίησης και της ικανότητας του κοινού να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε αυτήν την προειδοποίηση. Δηλαδή, την ικανότητα της προειδοποίησης να ενεργοποιήσει την κατάλληλη απόκριση λόγω της έκτακτης ανάγκης από τους οργανισμούς διαχείρισης της έκτακτης ανάγκης και από το ευρύ κοινό. Επιπλέον, συχνά απουσιάζει η κατανόηση από τους δημόσιους οργανισμούς του κινδύνου και των τρωτών σημείων. Ως εκ τούτου, απαιτούνται προγράμματα ετοιμότητας και δημόσιας εκπαίδευσης ευαισθητοποίησης.
Οι άνθρωποι σήμερα απορροφούν τόσες πολλές πληροφορίες κάθε μέρα που μπορεί να είναι δύσκολο να γνωρίζουμε ποιες από αυτές θα υιοθετήσουν. Αλλά οι πληροφορίες,  από μόνες τους, δεν θα οδηγήσουν σε δράση. Η δυνατότητα ανταπόκρισης και έγκαιρης δράσης πρέπει να προηγείται ή τουλάχιστον να συνοδεύει τις πληροφορίες. Τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης συμβάλουν στην μείωση των οικονομικών απωλειών και τον μετριασμό του αριθμού των τραυματισμών ή των θανάτων από μια καταστροφή, με την παροχή πληροφοριών που επιτρέπει στα άτομα και τις κοινότητες να λάβουν έγκαιρα μέτρα για την προστασία της ζωής και της περιουσίας τους. Οι πληροφορίες έγκαιρης προειδοποίησης ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να λάβουν δράση όταν πλησιάζει μια καταστροφή. Αν αυτές ενσωματωθούν σε μελέτες αξιολόγησης κινδύνου και σε επιχειρησιακά σχέδια, τότε τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης μπορούν να οδηγήσουν σε ουσιαστικά οφέλη. Οι προβλέψεις δεν είναι χρήσιμες αν δεν μεταφράζονται σε ένα προειδοποιητικό σχέδιο δράσης, το οποίο μπορεί το κοινό να αντιληφθεί.

Οι αρμόδιες αρχές μερικές φορές εμφανίζονται απρόθυμες να επικοινωνούν για την ενημέρωση του κοινού μέχρι τα δεδομένα της  κατάστασης που έχουν να αντιμετωπίσουν γίνουν σαφέστερα. Ωστόσο, η εμπειρία και η έρευνα δείχνουν ότι όταν υπάρχει μια αξιόπιστη απειλή, είναι καλύτερο να γνωστοποιείται σε άτομα που μπορούν να κάνουν κάτι σχετικά με αυτό. Το οικονομικό, πολιτικό, νομικό και ηθικό κόστος καθώς και οι ευθύνες από τη μη παροχή πληροφοριών που θα μπορούσαν να είχαν δοθεί είναι συχνά πολύ υψηλό. Η πρόκληση είναι να διασφαλίσουμε ότι οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να ενεργήσουν με βάση τις πληροφορίες που λαμβάνουν. Το άνοιγμα μιας συνεχόμενης ροής πληροφοριών σε ένα περιστατικό που βρίσκεται εν εξελίξει, επιτρέπει την τροποποίηση των αρχικών οδηγιών καθώς οι συνθήκες αλλάζουν. Κανείς δεν αναμένει ότι οι οδηγίες για προστατευτική δράση θα μείνουν ίδιες όταν η ίδια η κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν παραμένει στατική. Το κοινό θα καταλάβει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης όπως εξελίσσεται και θα τροποποιήσει τις πράξεις του καθώς τα γεγονότα και η κατάσταση γίνονται πιο σαφή.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι κάθε πρόβλεψη συνδέεται εκ φύσεως με την αβεβαιότητα. Λόγω των αβεβαιοτήτων που σχετίζονται με τις προβλεπόμενες παραμέτρους που χαρακτηρίζουν την εισερχομένη καταστροφή, είναι πιθανόν να ληφθεί λανθασμένη απόφαση. Κατά την λήψη μιας τέτοιας απόφασης μπορεί να εμφανιστούν δυο περιπτώσεις:

  • Λανθασμένος αρνητικός συναγερμός όταν η δράση μετριασμού του κινδύνου δεν έχει ληφθεί όταν έπρεπε.

  • Λανθασμένος θετικός συναγερμός όταν η δράση μετριασμού του κίνδυνου λαμβάνεται, ενώ δεν έπρεπε.

Τούτο, συχνά φοβίζει τις αρμόδιες αρχές θεωρώντας ότι όπως και με το γνωστό μύθο του βοσκού και του λύκου, το κοινό θα αγνοήσει τις προειδοποιήσεις μετά από ψευδείς συναγερμούς. Η έρευνα υπογραμμίζει ότι η αποτελεσματικότητα και η ανταπόκριση του κοινού σε καλά στοχευμένες προειδοποιήσεις δεν μειώνονται όταν είναι σπάνιες και εξηγούνται προσεκτικά. Οι ψευδοί συναγερμοί θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως παράθυρα ευκαιριών: διδάσκουν τις κοινότητες ότι οι ψευδείς προειδοποιήσεις προκύπτουν από την εγγενή αβεβαιότητα των φυσικών φαινομένων και όχι από κακή επαγγελματική πρακτική.
Τέλος, το μήνυμα πρέπει ταυτόχρονα να ανακοινώνει το επίπεδο αβεβαιότητας και το αναμενόμενο κόστος ανάληψης δράσης, αλλά πρέπει επίσης να είναι και απλό ώστε να γίνεται κατανοητό από αυτούς που το λαμβάνουν.
Οι πληροφορίες πρέπει να παρέχονται όταν αυτές γίνονται διαθέσιμες. Ειδικά για αβέβαια γεγονότα, η προειδοποίηση είναι ένας διάλογος που βοηθά τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν εποικοδομητικά την αβεβαιότητα. Σε έναν κόσμο πλούσιο σε πληροφορίες οι άνθρωποι χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία πληροφοριών. Συχνά υποθέτουν ότι κάποιος προσπαθεί να κρύψει πληροφορίες αν αυτές δεν είναι διαθέσιμες. Παράλληλα, παρατηρείται το φαινόμενο οι αρμόδιοι κρατικοί ιθύνονται συχνά πιστεύουν ότι ένας εκπρόσωπος (με την τεχνική αρχή) είναι μια καλή πρακτική διάδοση πληροφοριών έκτακτης ανάγκης. Ανεξάρτητα από αυτή τη λογική, τα άτομα και οι κοινότητα που βρίσκονται σε κίνδυνο θα αναζητήσουν πληροφορίες από διαφορετικές πηγές. Πολλές πηγές βοηθούν τους ανθρώπους να επιβεβαιώνουν τις προειδοποιήσεις που οδηγούν σε ισχυρότερη πίστη στην αξιοπιστία τους. Συνεπώς, ακόμη και μια μοναδική ή κύρια αρχή έγκαιρης προειδοποίησης χρειάζεται διαφορετικές πηγές για τη μετάδοση των βασικών μηνυμάτων. Διαφορετικοί εκπρόσωποι θα μπορούσαν να μεταφέρουν τα ίδια ή παρόμοια μηνύματα.

Ένας συχνός μύθος με τον οποίο έρχονται συχνά οι αρμόδιοι ιθύνοντες είναι ότι οι δημόσιες πληροφορίες προκαλούν πανικό. Υπάρχει δημόσιος πανικός, αλλά είναι σπάνιος. Οι άνθρωποι γενικά προσαρμόζονται με ορθολογικό τρόπο σκέψης, ειδικά όταν φοβούνται πολύ. Οι έρευνες δείχνουν ότι ο πανικός συμβαίνει συνήθως όταν σε μια άμεση και σαφή απειλή ο φυσικός χώρος είναι κλειστός και οι οδοί διαφυγής είναι ανεπαρκείς. Ο καλός σχεδιασμός απόκρισης σε διαδρομές εκκένωσης και σε σαφώς επισημασμένες και κατάλληλα τοποθετημένες θέσεις των χώρων καταφυγής οι τακτικές ασκήσεις και προσομοιώσεις κτλ, απαιτείται να ενυπάρχουν με ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης. Οι έγκαιρες και αποτελεσματικές δημόσιες προειδοποιήσεις μπορούν να κάνουν πολλά για να μειωθεί ο κίνδυνος πανικού σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Η αποτελεσματική ηγεσία θα ελαχιστοποιήσει επίσης τον πανικό.

Επισημαίνεται ότι οι άνθρωποι συνήθως δεν αντιδρούν στις πρώτες προειδοποιήσεις - τουλάχιστον όχι αμέσως. Η φυσική κλίση είναι να διασταυρώνουν ή να ταξινομούν τις πληροφορίες με άλλες πηγές: γείτονες, φίλους, συναδέλφους και διαθέσιμα μέσα ενημέρωσης. Οι άνθρωποι δεν θα ακολουθήσουν τυφλά οδηγίες σε ένα προειδοποιητικό μήνυμα, εκτός εάν το θεωρήσουν αξιόπιστο.  Χρειάζεται ο υπολογισμός αυτής της καθυστέρησης στις στρατηγικές επικοινωνίας και επιμονή στην επανάληψη του μηνύματος. Όσο περισσότερες φορές επαναληφθεί, τόσο πιο πιθανό είναι να θεωρηθεί ότι πρόκειται για ένα αξιόπιστο μήνυμα και επομένως οι άνθρωποι θα το πιστέψουν και να ενεργήσουν κατάλληλα.

Οι εθνικές κυβερνήσεις είναι υπεύθυνες για στρατηγικού επιπέδου πολιτικές στα πλαίσια που διευκολύνουν την έγκαιρη ειδοποίηση, για την πρόβλεψη κατάλληλων τεχνικών συστημάτων και για την έκδοση εθνικών προειδοποιήσεων κινδύνου. Πρέπει να αλληλεπιδρούν με περιφερειακές και διεθνείς αρχές και οργανισμούς για την ενίσχυση των δυνατοτήτων της έγκαιρης προειδοποίησης προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι προειδοποιήσεις και οι σχετική απόκριση σε αυτές απευθύνονται σε όσο το δυνατόν περισσότερους ευάλωτους πληθυσμούς.
Οι τοπικές αρχές βρίσκονται στο επίκεντρο των αποτελεσματικών συστημάτων προειδοποίησης. Πρέπει να είναι σε θέση να κατανοούν τις συμβουλευτικές πληροφορίες που λαμβάνονται και να είναι σε θέση να καθοδηγούν και να ενθαρρύνουν τον τοπικό πληθυσμό με τέτοιο τρόπο που βελτιώνει τη δημόσια ασφάλεια και μειώνει την πιθανή απώλεια πόρων οι οποίοι σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι ήδη ανεπαρκείς. Χωρίς τη συμμετοχή των τοπικών αρχών οι κυβερνητικές και θεσμικές παρεμβάσεις και αποκρίσεις σε συμβάντα κινδύνου είναι πιθανό να είναι ανεπαρκείς.
Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και εθελοντικές οργανώσεις διαδραματίζουν και αυτές βασικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση των πολιτών, των κοινοτήτων  και των οργανώσεων που συμμετέχουν στην έγκαιρη προειδοποίηση ιδιαίτερα στο τοπικό επίπεδο. Μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην εφαρμογή των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης και στην προετοιμασία των κοινοτήτων στις καταστροφές.

Τα συστήματα προειδοποίησης παρέχουν πληροφορίες σχετικά με πιθανούς μελλοντικούς κινδύνους ή καταστροφές, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν τραυματισμό ή απώλεια ζωής και υλικές ζημίες. Υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που καθορίζουν τα ακαθάριστα οφέλη μιας προειδοποίησης. Τα δύο πρώτα δύο από αυτά αφορούν τη φύση του ίδιου του φυσικού κινδύνου:
i)        Συχνότητα  δηλαδή αν ο κίνδυνος είναι συνήθης ή σπάνιος
ii)      Βαρύτητα δηλαδή ποιο είναι το μέγεθος του κινδύνου και η ένταση της καταστροφής που θα μπορούσε να προκαλέσει σε βλάβες για τη ζωή, την ιδιοκτησία ή το περιβάλλον
iii)    Χρόνος παράδοσης  δηλαδή ο διαθέσιμος χρόνος που δίνεται από τη στιγμή που  εκδίδεται η προειδοποίηση και ποιες δράσεις απόκρισης είναι δυνατές
Η χρονική περίοδος μεταξύ μιας προειδοποίησης και της πραγματικής εμφάνισης μιας καταστροφής καθορίζει ουσιαστικά το εύρος των δράσεων απόκρισης που θα μπορούσαν να ληφθούν. Μεγαλύτερος χρόνος σημαίνει γενικά ότι υπάρχει ευρύτερο φάσμα πιθανών δράσεων απόκρισης στην προειδοποίηση για ένα καταστροφικών συμβάν.
iv)    Ακρίβεια δηλαδή αν η προειδοποίηση είναι ακριβής
Εάν η προειδοποίηση δεν είναι πολύ ακριβής, τότε μπορεί οι δράσεις απόκρισης να μην είναι επαρκείς ή να μην είναι οι κατάλληλες, ακόμη και να μην ληφθεί κανένα μέτρο απόκρισης. 
v)      Κόστος απόκρισης δηλαδή ποιο είναι το κόστος πιθανών δράσεων απόκρισης στην ληφθείσα προειδοποίηση;
Οι πιθανές δράσεις απόκρισης σε μια προειδοποίηση θα έχουν διαφορετικό κόστος. Σχετικά χαμηλού κόστους δράσεις απόκρισης είναι πιο πιθανό να ληφθούν. Οι υψηλού κόστους δράσεις απόκρισης θα έχουν νόημα μόνο στην περίπτωση που η δυνητική καταστροφή είναι σοβαρή, η προειδοποίηση είναι ακριβής, και αυτές οι δράσεις υψηλού κόστους κάνουν μια πραγματική διαφορά στην προστασία από την καταστροφή.
Ένα παράδειγμα απόκρισης χαμηλού κόστους είναι η καταφυγή σε υπερυψωμένους χώρους μετά από προειδοποίηση για πλημμυρικά φαινόμενα.  Ένα παράδειγμα υψηλού κόστους είναι η παράκτια εκκένωση μεγάλης κλίμακας πριν από την πιθανή έλευση κάποιου αναμενόμενου τυφώνα. Σε συνάρτηση με την πληθυσμιακή πυκνότητα των απειλούμενων ακτών, το κόστος της εκκένωσης θα μπορούσε να είναι πάρα πολύ υψηλό.
vi)    Μείωση ζημιών δηλαδή πόσο αναμένεται ότι θα μειωθεί το κόστος της καταστροφής, δεδομένης των πιθανών δράσεων απόκρισης στην προειδοποίηση;
Η μείωση της απώλειας εξαρτάται από την εγγενή αποτελεσματικότητα των πιθανών δράσεων που μπορεί να είναι πριν από τη φυσική καταστροφή, καθώς και τον αναμενόμενο βαθμό ή έκταση των δράσεων απόκρισης του κοινού στην προειδοποίηση.
Συχνά, το πιο δύσκολο ζήτημα για την εκτίμηση των πιθανών οφελών από ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης είναι να προβλέψουμε την πραγματική αντίδραση του κοινού, που θα προκύψει όταν θα εκδοθεί προειδοποίηση για καταστροφές.
Στην ιδανική περίπτωση, θα μπορούσαμε να ελπίζουμε ότι η δημόσια αντίδραση σε μια προειδοποίηση για καταστροφές θα είναι η λογικά αναμενόμενη, η οποία λαμβάνει υπόψη τον προβλεπόμενο χρόνο παράδοσης, την ακρίβεια της πρόβλεψης, το κόστος απόκρισης και τις μειώσεις των ζημιών. Ωστόσο, είναι δύσκολο να επιτευχθεί αυτός ο ορθολογισμός.
Οι φυσικές καταστροφές συνήθως απειλούν μεγάλο αριθμό ανθρώπων που δεν είναι εκπαιδευμένοι στη διαδικασία λήψης βέλτιστων αποφάσεων υπό αβεβαιότητα. Αδυνατούν να αγνοήσουν τις συστηματικές προκαταλήψεις που επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων σχετικά με αβέβαια γεγονότα. Στην πραγματικότητα, είναι συχνά μια μεγάλη πρόκληση, τόσο ο προγραμματισμός των πραγματικών αντιδράσεων του κοινού σε μια προειδοποίηση, όσο και η εκτίμηση από τα οφέλη μιας προειδοποίησης, προκειμένου να καθορίσουμε τη βέλτιστη απόκριση καθώς και κατά  πόσο αυτή μπορεί να προσεγγιστεί από την πραγματική.
Όταν οι άνθρωποι που κινδυνεύουν από τον προβλεπόμενο κίνδυνο δεν έχουν την ευθύνη να λάβουν τις δικές τους καλές αποφάσεις (π.χ. εάν πρέπει να εκκενωθεί μια παράκτια περιοχή που απειλείται από ένα τσουνάμι), η επιτυχία της προειδοποίησης θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο οι δημόσιες αρχές διαχειρίζονται τα μέτρα απόκρισης στην απειλητική καταστροφή. Σε ορισμένες χώρες όπου υπάρχει υψηλός βαθμός κρατικού ελέγχου από τους πολίτες είναι πιο πιθανό η απόκριση στις απειλές να είναι βέλτιστη. Πιο συχνά, ωστόσο, η αντίδραση του κοινού είναι εθελοντική και τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι δημόσιες αρχές περιορίζονται στην επικοινωνία και την πειθώ ως μέσο για να ωθήσουν τους ανθρώπους να κάνουν μια ορθολογικές επιλογές σε μια προειδοποίηση για κάποια επικείμενη καταστροφή. Η αδυναμία επίτευξης ορθολογικών αντιδράσεων της κοινής γνώμης σε μια προειδοποίηση για καταστροφές μπορεί να σημαίνει ότι τα οφέλη από μια προειδοποίηση δεν θα είναι τα προσδοκώμενα.
Δρ. A.Kαραμάνου

Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

EFFIS: Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών για τις Δασικές Πυρκαγιές



Οι πυρκαγιές αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της δυναμικής του οικοσυστήματος στα ευρωπαϊκά τοπία. Ωστόσο, οι ανεξέλεγκτες πυρκαγιές προκαλούν μεγάλες περιβαλλοντικές και οικονομικές ζημίες, ιδίως στην περιοχή της Μεσογείου. Κατά μέσο όρο, στην Ευρώπη σημειώνονται περίπου 65.000 πυρκαγιές ετησίως, καταστρέφοντας περίπου μισό εκατομμύριο εκτάρια δασικών και δασικών περιοχών. Το μεγαλύτερο μέρος των καμένων εκτάσεων, πάνω από το 85%, βρίσκεται στην ευρωμεσογειακή περιοχή. 

Πρόσφατες αναλύσεις των διαθέσιμων δεδομένων στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών για τις Πυρκαγιές (EFFIS) δείχνουν ότι πάνω από το 95% των πυρκαγιών στην Ευρώπη προκαλούνται από τον άνθρωπο. Η ανάλυση των αιτιών δείχνει ότι οι περισσότερες από αυτές οφείλονται σε κακή χρήση των παραδοσιακών πρακτικών καύσης της αγροτικής γης.

Αν και οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν συλλέξει πληροφορίες για τις δασικές πυρκαγιές από τη δεκαετία του 1970, η έλλειψη εναρμονισμένων πληροφοριών σε ευρωπαϊκό επίπεδο εμπόδισε μια ολιστική προσέγγιση για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών στην περιοχή. 


Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών για τις Δασικές Πυρκαγιές (European Forest Fire Information System /EFFIS) αναπτύχθηκε από κοινού από τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Κοινό Κέντρο Ερευνών/JRC[1]) και τις σχετικές υπηρεσίες πυρόσβεσης στις χώρες (δασικές πυρκαγιές και υπηρεσίες πολιτικής προστασίας) σε απάντηση για τις ανάγκες των ευρωπαϊκών οργάνων, όπως το Κέντρο Παρακολούθησης και Πληροφοριών Πολιτικής Προστασίας, οι Υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το σύστημα είναι αποτέλεσμα μακράς συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των εθνικών πυροσβεστικών υπηρεσιών στις ευρωπαϊκές χώρες. 

Πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο σύστημα που καλύπτει τον πλήρη κύκλο διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών και παρέχει πληροφορίες σε περισσότερες από 30 χώρες στις ευρωπαϊκές και μεσογειακές περιοχές.

Οι διάφορες ενότητες του συστήματος περιλαμβάνουν: Πρόβλεψη Πυρκαγιάς, Ενεργή Ανίχνευση Πυρκαγιάς, Ταχεία Εκτίμηση Ζημιών και την ανάλυση των ζημιών μετά την πυρκαγιά όπως τη διάβρωση του εδάφους, τις εκτιμήσεις εκπομπών και τη διασπορά του καπνού και τέλος την παρακολούθηση της βλάστησης σε μεγάλες καμένες περιοχές.

Οι βασικές εφαρμογές του EFFIS βασίζονται στη χρήση συστημάτων τηλεπισκόπησης και γεωγραφικών πληροφοριών. Η αρχιτεκτονική του συστήματος βασίζεται σε υπηρεσίες δεδομένων ιστού που επιτρέπουν την πρόσβαση σε πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο μέσω χαρτογράφησης ιστού και υπηρεσιών διαδικτυακής λειτουργίας. Οι πληροφορίες αυτές ενσωματώνονται στη συνέχεια στα εθνικά συστήματα γεωγραφικών πληροφοριών για περαιτέρω ανάλυση σε επίπεδο χώρας. Το EFFIS έχει σχεδιαστεί ως ένα σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών. Αποτελείται από ενότητες που βασίζονται στο Web, επεξεργασία δεδομένων και χωρικές βάσεις δεδομένων που αποθηκεύουν, επεξεργάζονται και διαδίδουν πληροφορίες για τις δασικές πυρκαγιές σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Το υποκείμενο σύστημα καθοδηγείται από εργαλεία λογισμικού που επεξεργάζονται μετεωρολογικά και οπτικά δορυφορικά δεδομένα εικόνας σε καθημερινή βάση για την πρόβλεψη, την πυρασφάλεια και πληροφοριών σχετικά με καμένες εκτάσεις. Το EFFIS παρέχει επίσης πρόσβαση σε μια ιστορική χωρική βάση δεδομένων σχετικά με τις πυρκαγιές στην Ευρώπη, την οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι επιστήμονες και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής για αναδρομικές αναλύσεις.


Η Ευρωπαϊκή Βάση Δεδομένων Πυρκαγιάς είναι ο μεγαλύτερος χώρος αποθήκευσης πληροφοριών για μεμονωμένες πυρκαγιές στην Ευρώπη. Είναι το τελικό προϊόν μιας μακράς συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις δασικές πυρκαγιές.

Από το 1989, αρκετοί κανονισμοί υποστήριξαν τη δημιουργία συστημάτων πληροφόρησης για τις δασικές πυρκαγιές στις χώρες που παρακολουθούν και αξιολογούν την αποτελεσματικότητα των μέτρων που λαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Για το σκοπό αυτό, οι χώρες έπρεπε να θέσουν στη διάθεση της ΕΕ ένα ελάχιστο κοινό σύνολο δεδομένων για τις δασικές πυρκαγιές. Έτσι δημιουργήθηκε μια πρώτη βάση με πληροφορίες για τις πυρκαγιές των δασών, το μέγεθος και τις αιτίες τους. Η συστηματική συλλογή ενός βασικού συνόλου δεδομένων για κάθε πυρκαγιά ξεκίνησε την περίοδο εκείνη με έξι κράτη μέλη της Ένωσης: τη Γερμανία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα.

Από το 2000, τα δεδομένα για τη δασική πυρκαγιά που υποβάλλονται κάθε χρόνο από μεμονωμένα κράτη μέλη της ΕΕ και άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν ελεγχθεί, αποθηκευτεί και διαχειριστεί από το  JRC στο πλαίσιο του EFFIS. Η βάση δεδομένων είναι πλέον γνωστή ως Ευρωπαϊκή βάση δεδομένων πυρκαγιάς και ο αριθμός των κρατών μελών και άλλων συμμετεχόντων ευρωπαϊκών χωρών που συμβάλλουν σε αυτήν αυξάνεται σταδιακά.


Σήμερα, η βάση δεδομένων αντικατοπτρίζει τις προσπάθειες των συμβαλλομένων χωρών που παρέχουν τακτικά στοιχεία πυρκαγιάς: Βουλγαρία, Κροατία, Κύπρος, Τσεχία, Εσθονία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ιταλία, Λετονία, Τη Σλοβακία, τη Σλοβενία, την Ισπανία, τη Σουηδία, την Ελβετία και την Τουρκία και περιέχει πάνω από 2 εκατομμύρια ατομικά αρχεία πυρκαγιών, από τα οποία περίπου 1,66 εκατομμύρια ταξινομούνται ως δασικές πυρκαγιές.

Κάθε χώρα έχει τους δικούς της εσωτερικούς κανόνες αναφοράς για μεμονωμένες πυρκαγιές. Ορισμένες αποθηκεύουν πολύ λεπτομερείς πληροφορίες και έχουν πολύπλοκες βάσεις δεδομένων για το σκοπό αυτό ενώ άλλες καταγράφουν μόνο ελάχιστες και βασικές πληροφορίες. 


Η ευρωπαϊκή βάση δεδομένων για την πυρκαγιά περιλαμβάνει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά κάθε πυρκαγιάς, τα οποία μπορούν να διατεθούν από όλες τις χώρες. Οι τέσσερις κύριοι τύποι πληροφοριών που συλλέγονται είναι: χρόνος,  η τοποθεσία, το μέγεθος και τα αίτια της πυρκαγιάς.

Ο χρόνος της πυρκαγιάς αναφέρεται στην τοπική: α) ημερομηνία και ώρα που οι επίσημες υπηρεσίες πυροπροστασίας ενημερώθηκαν για την εκδήλωση της πυρκαγιάς, β) στην ημερομηνία και ώρα κατά την οποία οι πρώτες πυροσβεστικές δυνάμεις έφθασαν στην σκηνή της πυρκαγιάς, γ) στην ημερομηνία και ώρα κατά την οποία η πυρκαγιά σβήστηκε τελείως, δηλαδή όταν οι τελευταίες πυροσβεστικές μονάδες έφυγαν από τη σκηνή της πυρκαγιάς.

Η θέση της πυρκαγιάς έχει να κάνει με τη γεωγραφική τοποθέτηση της πυρκαγιάς στη διοικητική μονάδα από την οποία ξεκίνησε. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες του σημείου ανάφλεξης δεν υποκαθιστούν τις προδιαγραφές των διοικητικών μονάδων του συστήματος.

Το μέγεθος της πυρκαγιάς κατανέμεται σε κατηγορίες καμένων εκτάσεων γης (πχ δάση, γεωργικές εκτάσεις κτλ).

Σε ότι αφορά τα αίτια της πυρκαγιάς αυτά κατανέμονται σε 4 κατηγορίες: Άγνωστα αίτια, φυσικά αίτια (πχ κεραυνός, ηφαιστειακή δραστηριότητα), τυχαία αίτια ή αμέλεια και σκόπιμα αίτια ή εμπρησμός.

Τα δεδομένα της βάσης δεδομένων αφού επικυρωθούν είναι έτοιμα να χρησιμοποιηθούν για περαιτέρω στατιστική ανάλυση. Τα βασικά σύνολα στατιστικών στοιχείων εξάγονται στο πρόγραμμα προβολής του ιστού του EFFIS και οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες στο κοινό μέσω της διεπαφής του ιστού, η οποία επιτρέπει στους χρήστες να ανακτούν γενικά πληροφορίες, όπως χάρτες για τον αριθμό των πυρκαγιών, την καμένη περιοχή και το μέσο μέγεθος της πυρκαγιάς για ένα επιλεγμένο έτος και για τις χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα. Τα δεδομένα μπορούν να εμφανιστούν για διαφορετική διοικητική οντότητα  (NUTS1, NUTS2, NUTS3) και μπορεί να φιλτραριστούν για να αποκλείσουν τις πυρκαγιές κάτω από ένα ορισμένο μέγεθος, ενώ μια διαδραστική γραφική εφαρμογή επιτρέπει στο χρήστη να εμφανίσει τα ίδια στατιστικά στοιχεία των πυρκαγιών στην πάροδο του χρόνου.

Η μεσογειακή περιοχή της Ευρώπης, ιδιαίτερα οι χώρες της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας και της νότιας Γαλλίας, είναι μακράν οι πλέον πληγείσες από δασικές πυρκαγιές. Στις περιοχές αυτές, η πλειοψηφία των πυρκαγιών (πάνω από 70%) εμφανίζονται μεταξύ Ιουνίου και Οκτωβρίου, παρουσιάζουν διαφορετικές χρονικές τάσεις σε σχέση με τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης, όπου η πλειοψηφία των πυρκαγιών συμβαίνουν την Άνοιξη.


Η ανάλυση των χωρικών και χρονικών τάσεων των δασικών πυρκαγιών είναι ζωτικής σημασίας για να κατανοήσουμε τους υποκειμενικούς παράγοντες που επιδρούν και τις συνακόλουθες περιβαλλοντικές και κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις, καθώς και για το σχεδιασμό κατάλληλων μέτρων πρόληψης και διαχείρισης των πυρκαγιών. 


Η πρόβλεψη για τον κίνδυνο πυρκαγιάς υπολογίζεται από δύο μοντέλα μετεωρολογικών προβλέψεων, τα οποία διαχειρίζονται το γαλλικό Météo-France και το Deutsche Wetter Dienst (DWD), το οποίο παρέχει προβλέψεις για τις καιρικές συνθήκες μέχρι και μία εβδομάδα εκ των προτέρων. Αυτά τα δεδομένα χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό ενός κοινού δείκτη ευρωπαϊκού κινδύνου πυρκαγιάς με βάση τον Καναδικό Δείκτη Πυρανίχνευσης (Canadian Fire Weather Index/FWI). Στην τρέχουσα εφαρμογή EFFIS του FWI, ορίζονται 5 κατηγορίες κινδύνου πυρκαγιάς: Πολύ χαμηλός, Χαμηλός, Μέτριος, Υψηλός, Πολύ Υψηλός.


Οι εφαρμογές κοντά σε πραγματικό χρόνο, όπως η ενεργή ανίχνευση πυρκαγιάς και η ταχεία αξιολόγηση των ζημιών, χρησιμοποιούν τα δεδομένα που παρέχονται από τον αισθητήρα MODIS[2], επί των δορυφόρων NASA TERRA και AQUA για την ανίχνευση των σημείων hot spot (ενεργές πυρκαγιές) και τη χαρτογράφηση των καμένων περιοχών. Πραγματοποιούνται καθημερινά δύο πλήρη ψηφιδωτά της Ευρώπης, παρέχοντας πληροφορίες για τις καμένες περιοχές που παράγονται από μεγάλες πυρκαγιές.

Η ενότητα Προβλέψεων Πυρκαγιάς του EFFIS δημιουργήθηκε αρχικά ως ενιαία πλατφόρμα για την εφαρμογή επιλεγμένων εθνικών δεικτών πυρκαγιάς σε όλη την Ευρώπη. Παρείχε τη δυνατότητα συλλογής συνεκτικών πληροφοριών για την Ευρώπη και τη σύγκριση των επιπέδων κινδύνου πυρκαγιάς μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών ή περιφερειών. Έχει σχεδιαστεί ως κοινή αναφορά για την εκτίμηση της επικινδυνότητας των πυρκαγιών, υποστηρίζοντας τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών υπηρεσιών κατά τη διάρκεια σημαντικών γεγονότων ή σε περίπτωση διασυνοριακών πυρκαγιών.

Η αξιολόγηση κινδύνου πυρκαγιάς στο EFFIS δεν έχει ως στόχο να αντικαταστήσει τα συστήματα που χρησιμοποιούν οι χώρες, αλλά να τα συμπληρώσει παρέχοντας μια εναρμονισμένη πανευρωπαϊκή εκτίμηση του κινδύνου πυρκαγιάς. Η εκτίμηση κινδύνου και η πρόβλεψη κινδύνου από πυρκαγιές που παρέχεται από το EFFIS χρησιμοποιείται επομένως ως πηγή πληροφόρησης αναφοράς, η οποία μπορεί να συνδυαστεί με τα άλλα συστήματα που εφαρμόζονται τοπικά από μεμονωμένες χώρες, οι οποίες ενδέχεται να είναι περισσότερο ή λιγότερο προηγμένες.


Εκτός από την καθημερινή υποστήριξη, οι πληροφορίες είναι ιδιαίτερα χρήσιμες σε περίπτωση αιτήσεων παροχής βοήθειας από μια χώρα κατά τη διάρκεια μεγάλων πυρκαγιών κάτω από έντονες συνθήκες. Οι ευρωπαϊκοί χάρτες της εκτίμησης και πρόβλεψης των κινδύνων πυρκαγιάς χρησιμοποιούν μια κοινή βάση για την αξιολόγηση της κατάστασης και της πιθανής εξέλιξής της.

Οι χάρτες των περιοχών καύσης και των περιοχών για την εκτίμηση ταχέων ζημιών EFFIS βασίζονται σε ζώνες χωρικής διακριτικής ικανότητας 250μ. Η μεθοδολογία και η χωρική ανάλυση του αισθητήρα επιτρέπει τη χαρτογράφηση καμένων περιοχών περίπου 40 εκταρίων ή μεγαλύτερων. Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει περίπου το 75% της συνολικής έκτασης που καίγεται κάθε χρόνο στη Νότια Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι καμένες περιοχές μικρότερες από 40 εκτάρια, ωστόσο, αποτελούν σημαντικό μέρος της συνολικής καμένης περιοχής στην Ευρώπη. Σε περιοχές όπως η βορειοδυτική Ιβηρική Χερσόνησος και η Ιταλία, αυτές οι πυρκαγιές είναι συχνές και εξαιρετικά σημαντικές από οικολογική, κοινωνική και οικονομική άποψη. Έχοντας αυτό υπόψη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο ψήφισμά του το 2006, ζήτησε τη βελτίωση των δυνατοτήτων χαρτογράφησης καμένων στρεμμάτων που βασίζονται σε τηλεπισκόπηση, προκειμένου να χαρτογραφηθούν με συνέπεια περιοχές μεγαλύτερες από 10 εκτάρια. Τούτο συνεπάγεται την ανίχνευση περίπου 90% των πυρκαγιών στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό, το EFFIS έχει διερευνήσει το δυναμικό των δεδομένων τηλεπισκόπησης υψηλότερης χωρικής ανάλυσης για χαρτογράφηση. Το σκεπτικό για την εκτίμηση των καμένων επιφανειών σε υψηλότερη χωρική ανάλυση βασίζεται στην παραδοχή ότι η αυξημένη χωρική λεπτομέρεια θα μπορούσε να οδηγήσει σε βελτιωμένη δυνατότητα ανίχνευσης των hot spot σημείων και ακριβέστερης οριοθέτησης. Τα αρχικά αποτελέσματα μετά της πυρκαγιές στην Πελοπόννησο το 2007 στη χώρα μας  έδειξαν ότι, γενικά, οι χάρτες που βασίζονται στη χρήση ενός ταξινομητή τεχνητού νευρωτικού δικτύου σε εικόνες IRS-AWIFS AWIFS παρέχουν πιο λεπτομερή οριοθέτηση της καμένης περιοχής και των μη καμένων περιοχών εντός της καμένης περιμέτρου. Ωστόσο, μια σειρά τεχνικών και λειτουργικών περιορισμών έχουν ως αποτέλεσμα τα προϊόντα που βασίζονται σε δορυφορικά δεδομένα «χονδρικής» ανάλυσης, να παραμένουν η πιο σταθερή επιλογή για τη χαρτογράφηση των καμένων εκτάσεων.

 
Περίμετρος καμένων εκτάσεων που λαμβάνονται από MODIS (κίτρινο) και AWIFS (μπλε) σε μία από τις μεγάλες πυρκαγιές της Πελοποννήσου, Ελλάδα το 2007
Το σύστημα ΕFFIS χρησιμοποιεί την τεχνολογία αιχμής και για τον υπολογισμό των εκπομπών αερίων και σωματιδίων από δασικές πυρκαγιές. Η δασική καύσιμη ύλη στις πυρκαγιές εκπέμπει αέρια και σωματίδια τα οποία έχουν σημαντικό αντίκτυπο στον τοπικό πληθυσμό ιδιαίτερα στην περίπτωση πυρκαγιών διεπαφής με άγρια ζώα και μπορεί να αποτελούν μεγάλο μέρος των εκπομπών μιας χώρας στην περίπτωση μεγάλων επεισοδίων πυρκαγιών όπως αυτές της Πορτογαλίας το 2003 ή της Ελλάδας το 2007. Οι εκπομπές από τις δασικές πυρκαγιές εξαρτώνται από: 1) τη διάρκεια και την ένταση της φωτιάς 2) τη συνολική έκταση που καίγεται 3) τον τύπο και την ποσότητα της καύσιμης ύλης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του EFFIS οι εκπομπές του CO2 κατά τη διάρκεια των καταστροφικών πυρκαγιών στην Ελλάδα ήταν της τάξης των 4,5 Μt μέχρι τα τέλη του Αυγούστου του 2007, αντιπροσωπεύοντας το 4% των συνολικών ετήσιων εκπομπών CO2 της χώρας.


Το σύστημα EFFIS προσφέρει και τη δυνατότητα εκτίμησης της διάβρωσης του εδάφους μετά από πυρκαγιές. Η διάβρωση του εδάφους είναι άλλο ένα σημαντικό αρνητικό αποτέλεσμα των δασικών πυρκαγιών, ιδιαίτερα στην περιοχή της Μεσογείου. Επιπλέον, η ζημιά που προκαλείται από τη διάβρωση του εδάφους είναι συνήθως μη αναστρέψιμη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό να αξιολογηθεί η πιθανή απώλεια του εδάφους στις περιοχές που πλήττονται από τις πυρκαγιές και να εντοπιστούν οι περιοχές όπου θα πρέπει να εφαρμοστούν μέτρα πρόληψης μετά την πυρκαγιά, ώστε να αποφθεχθούν περαιτέρω ζημιές. Η ευαισθησία της καμένης γης στη διάβρωση του εδάφους εξαρτάται από την ένταση της φωτιάς και από το βαθμό στον οποίο αφαιρείται ο επιφανειακός μανδύας του εδάφους. Όσο πιο έντονη είναι η καύση της βλάστησης, τόσο περισσότερο το έδαφος παραμένει εκτεθειμένο σε ανέμους και βροχοπτώσεις. Περαιτέρω, οι απότομες πλαγιές όχι μόνο ευνοούν την εξάπλωση των πυρκαγιών, αλλά επίσης είναι πιο ευαίσθητες στη διάβρωση του εδάφους.

Για την εκτίμηση της ενδεχόμενης διάβρωσης του εδάφους μετά από μία πυρκαγιά το EFFIS χρησιμοποιεί το Μοντέλο RUSLE (Revised United States Land Use Erosion), το οποίο έχει αναπτυχθεί σε Ευρωπαϊκή κλίμακα. Το RUSLE είναι ένα μοντέλο φυσικών διεργασιών που βασίζεται σε τρία εννοιολογικά στάδια, τα οποία υπολογίζουν την ολική ημερήσια χερσαία απορροή, τη μεταφορά των ιζημάτων και τις μακροπρόθεσμες μέσες τιμές διάβρωσης. Τα εξαχθέντα αποτελέσματα του μοντέλου είναι η εκτίμηση διάβρωσης του εδάφους σε τόνους ανά εκτάριο, με ανάλυση ενός χιλιομέτρου. 


Τέλος, σημειώνεται ότι η μακροχρόνια σειρά δεδομένων πυρκαγιάς στο EFFIS - πάνω από 25 χρόνια για τις μεσογειακές χώρες - χρησιμοποιείται για να μοντελοποιήσει και τις πιθανές επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος όσον αφορά τον κίνδυνο πυρκαγιάς στην περιοχή της Μεσογείου καθώς και την αναμενόμενη επίδραση όσον αφορά τις καμένες περιοχές.

Παρά την ωριμότητα του συστήματος, η περαιτέρω ανάπτυξη του EFFIS συνεχίζεται με την ενσωμάτωση νέων ενοτήτων, όπως εκείνων που θα χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων των δασικών πυρκαγιών. Τα μελλοντικά σενάρια κλιματικής αλλαγής σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, όπως η αλλαγή της γης και η έξοδος πληθυσμού από τις αγροτικές περιοχές, μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση των πυρκαγιών στην Ευρώπη. Είναι επομένως απαραίτητο να δημιουργηθούν μέσα για την παρακολούθηση των δασών, ώστε να ενισχυθεί η συνεργασία των χωρών στη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών.
A.K.

Δείτε περισσότερα για το σύστημα EFFIS στον ιστότοπο: http://effis.jrc.ec.europa.eu/


[1] Το Κοινό Κέντρο Ερευνών (Joint Research Centre/JRC) είναι μια εσωτερική επιστημονική υπηρεσία της ΕΕ
[2] https://modis.gsfc.nasa.gov